Πριν από την Επανάσταση του 1821, στις ορεινές περιοχές και τα δερβένια (υποχρεωτικά περάσματα), είχαν δημιουργηθεί αρματωλίκια.
Τα αρματωλίκια ευδοκίμησαν σε όλο τον ορεινό ελληνικό χώρο, εκτός από την Πελοπόννησο.
Το κάθε αρματωλίκι διοικούσε ένας καπετάνιος με την ένοπλη δύναμη που είχε μαζί του, από συγγενείς εξ’ αίματος ή εξ’ αγχιστείας, μπράτιμους, ψυχογιούς και εν γένει άτομα με τα οποία τον συνέδεαν δεσμοί εντοπιότητας ή οικογενειακής φιλίας.
Αρματωλοί διορίζονταν με απόφαση της τοπικής αρχής, οι κλέφτες που αποδέχονταν την οθωμανική εξουσία, δηλαδή οι προσκυνημένοι.
Καθήκον των αρματολών ήταν η τήρηση της τάξης και της νομιμότητας στις περιοχές που εξουσίαζαν. Σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης οι αρματωλοί είχαν την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων.
Μεταξύ των κλεφτών και των αρματολών συχνά υπήρχε εναλλαγή ρόλων. Πότε ο κλέφτης γινόταν αρματωλός και πότε ο αρματωλός το ξαναγύριζε στο «κλεφτικο», εγκαταλείποντας την οθωμανική νομιμότητα.
Η αλλαγή στάσης απέναντι στην οθωμανική διοίκηση, με την επιστροφή δηλαδή στο καθεστώς της ένοπλης δράσης στα βουνά, συνέβαινε συνήθως για προσωπικούς λόγους, όταν ο αρματωλός δεν ήταν ικανοποιημένος από το οικονομικό και πολιτικό σύστημα στο οποίο είχε ενταχθεί.
Όταν τους δινόταν όμως η ευκαιρία και οι προσφερόμενοι όροι από την οθωμανική διοίκηση κρίνονταν ικανοποιητικοί, οι κλέφτες έσπευδαν να επανενταχθούν στο διοικητικό σύστημα, με την ίδια ευκολία με την οποία το είχαν εγκαταλείψει.
Η στάση τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία, δεν εμπεριείχε ψήγματα αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης, ούτε επιζητούσαν κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές.
Συνεπώς κλέφτες και αρματωλοί, ήταν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, ανήκαν στην ομάδα των χριστιανών οπλοφόρων, και ασκούσαν εναλλασσόμενους ρόλους, από την νομιμότητα στην παρανομία και τανάπαλιν.
Το αρματωλίκι ήταν ένα μικρό «βασίλειο» στις ορεινές περιοχές και ο καπετάνιος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος στην την περιοχή του. Δρούσε ως Οθωμανός αξιωματούχος σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του διοικητικού κέντρου, και προστάτευε το αρματωλίκι του από εισβολές άλλων αρματωλών που το διεκδικούσαν.
Τα έσοδα συντήρησης των ενόπλων που τον ακολουθούσαν , τα συγκέντρωνε από την φορολογία της κτηνοτροφίας, και της γεωργίας, αλλά και τα χρήματα που του έδινε ως μισθό (λουφέ) η οθωμανική διοίκηση για τις υπηρεσίες του.
Η διαδοχή στο καπετανιλίκι του αρματωλικίου, μπορεί να περιοριζόταν στα όρια της ευρύτερης συγγένειας (πατριάς), αλλά δινόταν πάντα στον πιο άξιο να το υπερασπιστεί απέναντι σε επίδοξους διεκδικητές αρματωλούς ή κλεφτοκαπετάνιους.
Στο πρόσωπο του καπετάνιου-αρματωλού έπρεπε να συγκεντρώνονται η τόλμη και η πολιτικότητα, η επιδεξιότητα και η ευελιξία, η σκληρότητα αλλά και η διαλλακτικότητα.
Με λίγα λόγια δεν έφταναν η γενναιότητα και οι στρατιωτικές ικανότητες για να γίνει κάποιος καπετάνιος στο αρματωλίκι, χρειαζόταν πάνω από όλα και πολιτικές ικανότητες.
Στα Γκράβαρα (ορεινή Ναυπακτία) καπετάνιος στο αρματωλίκι ήταν ο Ανδρίτζος Σιαφάκας.
Όπως έγραψα εισαγωγικά, στην Πελοπόννησο δεν υπήρχαν αρματωλοί, γιατί τα πρωτεία στις χριστιανικές κοινότητες τα κρατούσαν οι κοτζαμπάσηδες-προεστοί.
Εκεί οι κλέφτες προσλαμβάνονταν από τους προεστούς, όχι ως επίσημοι Οθωμανοί αξιωματούχοι όπως οι αρματωλοί, αλλά ως ιδιωτικοί φρουροί, που έφεραν την ονομασία κάποι.
Το καθήκον των κάπων ήταν να προστατεύουν τις ιδιοκτησίες των προυχόντων από τους κλέφτες, αλλά και εδώ υπήρχε εναλλαγή ρόλων μεταξύ του κλέφτη και του κάπου, ανάλογα με τους προσφερόμενους όρους.
Έτσι στις παραμονές της Επανάστασης του ’21, η ομάδα των ένοπλων χριστιανών, (αρματωλών, κάπων και κλεφτών) διέθετε πολεμική εμπειρία και εξάσκηση στα όπλα και ήταν σε θέση, υπό προϋποθέσεις, να ηγηθεί των αρμάτων στις εξεγερμένες ελληνικές επαρχίες του Μωριά και της Ρούμελης.
Πολλοί αρματωλοί όμως, όταν ξέσπασε η Επανάσταση βρέθηκαν μπροστά στο δίλλημα: Να μείνουν στην ασφάλεια που τους πρόσφερε το αξίωμα τους και η νομιμότητα ή να ρισκάρουν τα κεκτημένα τους σε μια υπόθεση με αβέβαιη προοπτική.
Αλλά με αυτό το ζήτημα θα ασχοληθούμε σε επόμενο σημείωμα μας.