Ελευθέριος Ανευλαβής
Στ’ ανοιχτά της απελπισίας, λυσσομανά ο τυφώνας της παγκοσμιοποίησης του χρήματος και της πολτοποίησης του ανθρώπου.
Οι βουλιμικοί της αισχροκέρδειας, με σιχαμερό από την απληστία χαμόγελο αδιαντροπιάς, πλήθος κερδοσκόπων, θέλουν να ιδιωτικοποιήσουν ακόμη και τον αέρα που αναπνέουμε.
Ο Νεοελληναράςς, μάζα από μαζάτομα, αγωνίζεται μόνο «περί πάρτης». Άγνωστο στους κοιλιόδουλους το «αμύνεσθαι περί Πάτρης».
Έτσι κατήντησαν, το υπερήφανο λαό, «στάχτη…που κάποτε ήταν φλόγα» (Κ. Βάρναλης), οι άξεστοι, δόλιοι, συμφεροντολόγοι, κερδοσκόποι της ψήφου του λαού, οι «Μικροί τυφλοί κι ανίκανοι Κυβερνήτες» (Γ. Σεφέρης)
Και οι μαυραγορίτες να βαφτίζουν νόμιμη την κλεψιά, μη ξεχωρίζοντας, οι κουτοπόνηροι, το νόμιμο από το ηθικό. Και να σκεπάζουν τις βρωμιές τους, σαν τη γάτα που σκεπάζει τα σκατά της, με νόμους περί (αν)ευθύνης υπουργών και άλλα βρωμερά και τρισάθλια, καλά και συμφέροντα «ταις (σκατό)ψυχαίς αυτών», των πονηρών πολιτικατζήδων, που θα πρέπει να «πάνε μέσα», για αντιποίηση αρχής των γνήσιων Πολιτικών (είδος εν ανεπαρκεία).
Οι απάνθρωποι λαομπαίχτες, εμπαίζουν το καθαρό πρόσωπο που αυτοί δεν έχουν, γιατί το βρώμισαν ρουθουνίζοντας σαν τα γουρούνια στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης Κίρκης, που προστάζει: άρπαξε, κλέψε, εξαπάτα, αισχροκέρδησε, παντί τω τρόπω.
Οι σταυρωτήδες των ονείρων των ανθρώπων, ξένοι στην πόλη, που ποτέ δεν αγάπησαν, τη βρωμίζουν με το σαπισμένο χνώτο της διεφθαρμένης ανάσας τους, κάνοντας και τους πολίτες της, που τους στέρησαν ακόμη και τη γνώμη μέσα στην επίφαση της αντιπροσωπευτικής τους δημοκρατίας, κάνοντάς τους να τη μισήσουν και αυτοί.
Ο πολέμαρχος της αρετής των καταγωγίων της βρωμερής ψυχής του και της άδειας σκέψης του.
Αγία Τριάδα του: Βλακεία, Ανικανότητα, Χρήμα.
Ο Κοτζάμπασης και ο Νταβατζής της Δημοκρατίας.
Ο γνήσιος κοπρίτης της ακατοίκητης σκέψης, που λιμνάζει μέσα στα κομματικά λασπόνερα.
Ο «μπροστάρης» του λαού, που αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα έπρεπε να δουλεύει στο κάτεργο, στο οποίο έχει ρίξει τον κοσμάκη. Ο σύγχρονος Κλέων Πολιτικατζής. (Ο πολιτικός αγαθόν εν ανεπαρκεία) .
Ο Μακροχέρης,
«τίμιος» φύλακας της δημόσιας περιουσίας, που, μαγικά, την εξαφανίζει off shore, σε μυστικούς αόρατους λογαριασμούς, στους παραδείσους των φοροφυγάδων, εις δόξαν ημών των μελωδούντων: Λυτρωτά, των μόχθων μας, λαομπαίχτη «ευλογητός ει»
Ο Αληθίων των ειδήσεων, His master's voice
με την πειραγμένη αλήθεια να τρέχει από το χαλασμένο καζανάκι της τρύπιας σκέψης του. Ο Κωλορεβερέντζης (ο βαθέως και δουλικά υποκλινόμενος με προβολή των οπισθίων), των αφεντικών του: εργολάβων δημοσίων έργων, συνάμα δε, καναλαρχών, εκδοτών, διαπλεκομένων με πολιτιατζήδες της εξουσίας.
Ο Κλινήρης του πνεύματος, με την σπουδαιογελοία επισημότητα του λείψανου. Ο καραμπουζούκης ακαδημαϊκός, βουλιαγμένος μέσα στην ανάπηρη σιωπή της κενής σκέψης του, καμαρώνει, κάτω από της Ακαδημίας τον θόλο, γιατί έχει Κώλο.
Ο Ελληναράς με το κούφιο νταηλίκι, που μιλάει για τον πόλεμο, σα να μιλάει για τον καιρό. «ἀλλ᾽ οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο: Αλλά ούτε καν θα μαχότανε. Γιατί θα χεζότανε αν μαχότανε»
(Αριστοφάνους «Ιππής»)
Ο Κολλυβιστής Σαράφης, ντόπιος και ξένος με τα σφουγγοκώλια του, που ρημάζει τη χώρα, χρεώνοντας τις κλεψιές του στους αδύναμους.
Καλεί, να πληρώσει ο λαός, τα σπασμένα, γιατί, λέει, «μαζί τα φάγαμε». Ουστ, αρχικοπρίτη.
Για τις θυσίες του λαού, που αυτοί, οι οποίοι τον ανάγκασαν να τις υποστεί και τις επέβαλαν, ολοφύρονται πως συμπάσχουν μαζί του, σαν τον ιεροεξεταστή που λέει: "αυτό σου το βασανιστήριό, τον ίδιο πόνο προκαλεί και σε μένα."
«Μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;» (Ν. Καρούζος).
Όλοι αυτοί, ένοικοι της ταριχευμένης τους ζωής, κραυγάζουν: «Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν… Τίμημα Θάνατος.»
ΤΗ ΧΩΡΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΗΡΑΝΕ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙΩΣΑΝ
ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΣ ΚΙ ΑΠ ΤΗΝ ΚΑΚΗ ΜΑΣ ΓΝΩΜΗ (Ζήσιμος Λορεντζάτος)
Χάνεται ο Άνθρωπος. Χάνεται ο Έλληνας
Μα θα τον ξαναβρούμε
Άλλο δρόμο παίρνοντας
Άλλο σκοπό βαρώντας
κι οι τρανοί σου θα λυγίσουν
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες.
(Κωστής Παλαμάς «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»)
«ΤΙ ΚΑΡΤΕΡΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, ΤΑΧΑ ΔΙΚΑΙΟΚΡΊΤΗ;»
(Άγγελος Σικελιανός. «Μακρυγιάννης»)