«Αμ ξέρω τι κιοτήδες είσαστε όλοι εσείς οι ταλαρίσιοι!»
(Γεώργιος Καραϊσκάκης)
Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε (Εγγονόπουλος).
«Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος).
Και πήρε σβάρνα ο Καραΐσκος, ο δολοφονημένος από τον Κόχραν, τον Τσορτς και τον Μαυροκορδάτο, πήρε σβάρνα, τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς κωλορεβερέντζηδες (οι πολιτικώς ορθοί, ας ανατρέξουν στα λεξικά)
Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).
Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας, βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.
Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο που θα ρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια.
Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων. «Ωραίοι ως Έλληνες.»
Ποια τύχη μπορεί να έχει ένα έθνος όταν οι ακαδημαϊκοί του εδώ και πολλά χρόνια έχουν βγάλει τον σκασμό και οι πανεπιστημιακοί του πρωτοστατούν στην προδοσία;
Ανησυχείτε γιατί το μωράκι σας δε δείχνει ενδιαφέρον για το φαγητό του; Αναρωτιέστε τι άλλο να κάνετε προκειμένου να τιμήσει το φαγητό του αντί να το πετάει;
Ογδόντα χρόνια μετα την αποφράδα ημέρα του Κακολυριάνικου ολοκαυτώματος στις 24 Μαΐου 1944, το χωριό Ταξιάρχες (ή Κακολύρι) της περιοχής Κύμης της Ευβοίας ζητά ακόμη δικαίωση.
«Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;» αναρωτιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις, σε μια από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές.