Ελευθέριος Ανευλαβής
Ως πότε, ο αδικών θα αδικεί κι ο ρυπαρός θα ρυπαίνει, κι’ εσεις, οι τυφλοί μικροί ανίκανοι Κυβερνήτες, θα κρύβεστε πίσω από τους άνομους νόμους σας;
Ως πότε, οι διεφθαρμένοι, θα διαφθείρετε ότι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρωμίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.
Ως πότε, πολιτικατζή, εσύ «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).
Ως πότε, Εσείς οι αδιάντροποι γλωσσοχαλαστήδες θα μιλάτε, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), και θα σκοτώνετε τη γλώσσα την ελληνική, που «ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται: αν οι θεοί διαλέγονται χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων»; (Κικέρων)
Ως, πότε αμετανόητοι, θα σκοτεινιάζετε το φως και θ’ αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο, εκείνο το πρόσωπο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό;
Και ζητούσαν οι άνθρωποι μιαν ανθρώπινη λαλιά.
Και τους δώσατε τη σιωπή της ενοχής σας.
Και ζητούσαν οι άνθρωποι μια ζεστή αγκαλιά.
Και τους δείξατε την εξορία του ανθρώπου.
Kαι ζητούσαν οι άνθρωποι το ανέσπερο φως.
Και τους τυφλώσατε με το εσπερινό, το σβησμένο φως, της Εσπερίας.
Και ζητούσαν οι άνθρωποι ένα όνειρο να πιαστούν, να πιστέψουν.
Και τους ρίξατε στον εφιάλτη μιας ζωής αβάσταχτης, χωρίς αύριο.
Και ζητούσαν οι άνθρωποι μια δουλειά τίμια για να ζήσουν.
Και τους στέλνατε στην ανέχεια, στο μεροδούλι μεροφάι, εσείς οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας.
Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής του Αρταξέρξη.
Ποτέ δεν επιδιώξατε «Τον δύσκολο τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών»