Η μεγάλη σφαγή στο κολαστήριο της Μακρονήσου (28.02.1948) του Σπύρου Κουζινόπουλου

Αρθρογραφία 28 Φεβρουαρίου 2021

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1948, στην κορύφωση του Εμφυλίου πολέμου, διαπράττονταν στη Μακρόνησο ένα από τα πιο φριχτά και αποτρόπαια ομαδικά εγκλήματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: η μαζική δολοφονία 350 κομμουνιστών και αριστερών στρατιωτών. Οργανωτής και ένας από τους θύτες, ο τότε υυπολοχαγός της ΕΣΑ και αργότερα “αόρατος” δικτάτορας της χούντας, Δημήτριος Ιωαννίδης, ο “μαέστρος της κόλασης” όπως τον χαρακτήρισαν όσοι επέζησαν από εκείνη τη σφαγή.


Το κολαστήριο της Μακρονήσου, το “Νταχάου της Ελλάδος” όπως αποκλήθηκε, άρχισε να λειτουργεί τον Μάϊο του 1947 για την “αναμόρφωση” οπλιτών που είτε είχαν πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση είτε προέρχονταν από αριστερές οικογένειες. Αποτέλεσε δε τον μεγαλύτερο τόπο μαρτυρίου, φυσικής και ψυχικής εξόντωσης τωων νεοσύλλεκτων στρατιωτών που αρνούνταν να απαρνηθούν τις δημοκρατικές τους ιδέες, αλλά και κορυφαίο σύμβολο αντίστασης και αξιοπρέπειας νέων ανθρώπων που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα, παρά μόνο παρέμεναν αλύγιστοι στα φρονήματά τους, ήθελαν την προκοπή του τόπου και ονειρεύονταν μια Ελλάδα που δεν θθα ήταν χώρα ραγιάδων με λαό δίχως γνώμη και βούληση.

Από τη Μακρόνησο πέρασαν συνολικά πάνω από 100.000 θεωρούμενοι ως «επικίνδυνοι» οπλίτες και αξιωματικοί, καθώς και πολίτες, κομμουνιστές, ΕΑΜίτες ή άνθρωποι που συνδέονταν απλώς με συγγένεια ή υπόνοια με το ΚΚΕ-ΕΑΜ. Από τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν για να υπογράψουν δήλωση “μετανοίας” και “αποκήρυξης” των ιδεών τους, εκτός από τους νεκρούς, κατά εκατοντάδες ήταν οι σακατεμένοι και δεκάδες όσοι είχαν παραφρονήσει από τα χτυπήματα που τους κατέφεραν οι δήμιοί τους με κλομπς, καδρόνια και σιδερολοστούς στο κεφάλι. Όσοι από τα βασανιστήρια διάβαιναν τα σύνορα της λογικής, οδηγούνταν στην “χαράδρα των τρελλών”. Ένας από τους ελάχιστους που γλύτωσαν το θάνατο σ΄ εκείνη την κόλαση και μπόρεσε να θεραπευθεί, ήταν και ο οσιομάρτυρας της Ειρήνης Νϊκος Νικηφορίδης.


Η “χαράδρα των τρελλών”

Να πως περιέγραφε τη “χαράδρα των τρελλών” ο Γιώργος Φαρσακίδης:

Προχειροστημένο μεγάλο αντίσκηνο. Κοντά πενήντα στραπατσαρισμένα κορμιά στοιβαγμενα χάμω. Χωρίς σκεπάσματα, χωρίς τούχα. Ανάκατα οι τρελλοί και οι μουγγοί και οι άλλοι. Ποιός νάναι καλά άραγες;

Μουγκρητά, ασυναρτητες κουβέντες, τραγούδι, βλαστήμια. Γουρλωμένα, θυλά, ανέκφραστα μάτια, ανοιχτές πληγές. Κάποιος χτυπιέται σε κρίση, άλλος καταπίνει κάποιο σιδερικό. “Δεν κάνω δήλωση κυρ χωροφύλακα, δεν κάνω...”Ποιό πέρα ένας όλο και ξαναμετράει τα δάκτυλά του πασχίζοντας κάτι να θυμηθεί. Τα διάφορα “σοκ” τινάζονται σε σπασμούς, ανοιγοκλείνουν τα μάτια, κουνάν το κεφάλι σε τρέμουλο ασταμάτητο. Οι μουγγοί χειρονομούν απελπισμένα ψάχνοντας τρόπο να τους καταλάβεις. Κανένα τσιγάρο σαν ξεπέσειμ παίρνει το γύρο, τότες ησυχάζουν όλοι, το ρουφάνε αμίλητοι, σοβαροί με κατάνυξη. Για τις ανάγκες μας, όπως κι' όπου μπορεί ο καθένας. Τους βαρειά, τους μεταφέρουν οι “υπηρεσίες”, οι άλλοι κουτσαίνοντας κατηφορίζουν κατά τη θάλασσα....”

Στο τρελλάδικο εκείνο, κουμάντο έκανε ο μετέπειτα δικτάτορας Δ. Ιωαννίδης, τον οποίο ο Φαρσαίδης περιγράφει ως εξής: “Ο Ιωαννίδης, “μαέστρος της κόλασος” με το ρολόϊ στο χέρι, ορίζει της τρέλλας και του χάρου τα σύνορα”.

(ΑΣΚΙ, Γ.Φαρσακίδης, Μακρόνησος ΑΕΤΟ-ΕΣΑΙ 1949-1950, Αθήνα 1965, σ. 10)

Γιώργου Φαρσακίδη "Για τον «Γολγοθά", από σχέδιο του 1949

Μια περιγραφή του Νίκου Ζαχόπουλου για το μακελειό της Μακρονήσου

Ένας από τους νέους εκείνης της εποχής που πέρασε από τη Μακρόνησο και έζησε τον εφιάλτη του μακελειού της 29η1 Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 1948, ήταν ο ΕΠΟΝίτης από τη Θεσσαλονίκη Νίκος Ζαχόπουλος, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Σε ένα κείμενό του, απαντώντας στο βιβλίο του Χρήστου Σαρτζετάκη “Επιτελών το καθήκον μου”, όπου διατυπώνεται ανιστόρητα ότι η φριχτή ομαδική δολοφονία των 350 νεοσύλεκτων έγινε “στη διάρκεια συμπλοκής”, ο Ζαχόπουλος εξιστόρησε το πως ακριβώς εκτελέστηκε η σφαγή των 350 άοπλων στρατιωτών από τους πάνοπλους δημίους τους:

“Η σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων) της Μακρονήσου, είχε 350 νεκρούς, σύμφωνα με την ομολογία του καπετάνιου της υδροφόρας Βρονταμίτη, ο οποίος μετέφερε τους σκοτωμένους στο ακατοίκητο νησί Άγιος Γεώργιος, όπου τους παρελάμβανε πολεμικό σκάφος και, αφού τους τοποθετούσαν σε συρμάτινους σάκους, τους βυθίζανε στα βαθια νερά του πελάγους.


Γιώργου Φαρσακίδη, "Καψόνι της δίψας: Το τελευταίο φλυτζανάκι", σκίτσο του 1949

Η σφαγή των ανύποπτων φαντάρων άρχισε από τις 28 Φλεβάρη 1948, όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται οι στρατιώτες στον χώρο του υπαίθριου θεάτρου για δήθεν εκκλησιασμό. Οι πρώτοι επτά νεκροί στρατιώτες έπεσαν στην πλαγιά του υπαίθριου θεάτρου όταν ακούστηκε ο θόρυβος των πολυβόλων από τον χώρο της διοικήσεως. Όταν ύστερα από φωνές διαμαρτυρίας εμφανίστηκε ο νέος διοικητής του στρατοπέδου, λοχαγός Βασιλόπουλος, στις έντονες διαμαρτυρίες των αγανακτισμένων στρατιωτών υποσχέθηκε τιμωρία των υπαιτίων της δολοφονίας των επτά νεκρών. Οι νεκροί τοποθετήθηκαν στον χώρο του α΄ λόχου των κρατουμένων στον οποίο άνηκα κι εγώ. Έτσι είχα την ευχέρεια να ζήσω τις δραματικές εξελίξεις που επακολούθησαν και κατέληξαν στη δολοφονική και απροκάλυπτη επίθεση εναντίον του συνόλου των κρατουμένων άοπλων στρατιωτών.

Συναντώντας τον χάρο

Η επίθεση έγινε από το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων των τριών ταγμάτων. Αδιαφορώντας για τους μακάβριους συριγμούς από τις σφαίρες που ξερνούσαν τα πολυβόλα των δολοφόνων, καταλήξαμε στον χώρο του 7ου λόχου, που ήταν ο στόχος της εγκληματικής ηγεσίας των γεγονότων. Εδώ, σε αυτή τη χαράδρα του 7ου λόχου, συνεχίστηκε η δολοφονική επίθεση των πωρωμένων δολοφόνων της Μακρονήσου. Εδώ συνάντησα για πρώτη φορά στη ζωή μου τον χάρο, με το περίστροφο να κροταλίζει στο κεφάλι μου χωρίς να ξερνάει φωτιά, σαν απάντηση στο ΟΧΙ μου που του πέταξα. Ύστερα από αυτό το αναπάντεχο, ακολούθησε ο χορός των ροπάλων. Υπάρχει πάντως μία ελπίδα, σκέφτηκα, να ζήσω. Την άλλη μέρα ξημερώθηκα στις ΣΦΑ (στρατιωτικές φυλακές) Μακρονήσου. Εδώ σταματώ τη δική μου παρένθεση. Πολλά περισσότερα, και το ίδιο τραγικά, στο βιβλίο του συγγραφέα Φίλλιπα Γελαδόπουλου, με τίτλο “Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948”.Με αυτόν τον τίτλο πέρασε στην Ιστορία το τρομερό έγκλημα της δολοφονίας 350 άοπλων στρατιωτών, που τα νεκρά σώματά τους δέχτηκαν τα βαθειά νερά του πελάγους στο ακατοίκητο νησί ΄Αη Γιώργης. Δύο ήμερες κράτησε ο χαλασμός στο ηρωικό κάστρο, το πρώτο τάγμα σκαπανέων Μακρονήσου. Δύο ημέρες γιομάτες ηρωισμό, αυτοθυσίες, ανθρωπιά, από τους μαχόμενους άοπλους υπερασπιστές της ανθρώπινης μεγαλοσύνης.

Εδώ πρέπει να γίνει αναφορά στη διακριτική συμπεριφορά δύο παραγόντων στο στάδιο της προετοιμασίας του εγκλήματος. Πρόκειται για τον διοικητή του στρατοπέδου (ΑΕΤΟ) συνταγματάρχη Κωνσταντόπουλο, πρώην αξιωματικό του ΕΔΕΣ, ο οποίος αρνείται να δεχτεί την ευθύνη ενός τέτοιου εγκλήματος και παραιτείται. Αποχωρώντας συμβουλεύει, σαφώς συγκινημένος, τους στρατιώτες που τον αποχαιρετούν να είναι προσεχτικοί γιατί σχεδιάζονται γεγονότα στον χώρο του στρατοπέδου, που θα χυθεί πολύ αίμα.

Γιώργος Φαρσακίδης "Στ' αρματαγωγό. Από το Μακρονήσι για τον Αϊ-Στράτη". Από σχέδιο του 1950. 


Δολοφονικό αμόκ

Και ο αντικαταστάτης του Κωνσταντόπουλου, για μερικά εικοσιτετράωρα, ταγματάρχης Καραμπέκιος, πρώην αξιωματικός του ΕΔΕΣ, όταν αποχωρούσε από τον χώρο των γεγονότων, περιμένοντας το πλοίο, δέχτηκε την αγωνιώδη παράκληση ομάδας στρατιωτών, να επέμβει στο δολοφονικό αμόκ των πάνοπλων δολοφόνων, με αρχηγό τον ανθυπολοχαγό Καρδαρά, και με το περίστροφο στο χέρι, σε έντονο ύφος, λέει “Καρδαρά, να σταματήσετε τους σκοτωμούς. Αυτοί είναι παλικάρια. Τους γνώρισα στον πόλεμο. Αυτοί όταν πολεμούν χλιμιντρίζουν σαν τ’ άλογα”.

Στις 12 Οκτωβρίου 1949 μεταφέρονται στο ΑΕΤΟ, δοκιμασμένο κέντρο βασανιστηρίων, προερχόμενοι από το ΒΕΤΟ (Β΄ τάγμα σκαπανέων), κέντρο παρόμοιων βασανιστικών συνθηκών, 650 νέοι κάτω των 30 ετών. Τους υποδέχονται στην είσοδο του ΑΕΤΟ και σε απόσταση 300 μέτρων περίπου, από την χαράδρα όπου ήταν ο συρμάτινος κλωβός απομόνωσης των στρατιωτών και εφέδρων αξιωματικών, που άντεξαν τις δοκιμασίες. Ανάμεσά τους και ο ακαδημαϊκός καθηγητής Κ. Δεσποτόπουλος, μετέπειτα υπουργός Παιδείας και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και άλλες προσωπικότητες που μετά συνέβαλαν στις πολιτικές εξελίξεις, Σεραφείμ Καρασάββας, Σταύρος Αβδούλος, κ.α.

Η υποδοχή των 650 νέων έγινε από τον διοικητή του ΑΕΤΟ, λοχαγό Βασιλόπουλο, τον ιερέα του στρατοπέδου Παπα-Κορνάρο και πληθώρα αλφαμιτών με τα λευκά τους εξαρτήματα και τα όπλα υποδοχής, περίστροφα, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδερογωνιές και ότι άλλο σκοτώνει ή τρελαίνει.


Έχασαν τα λογικά τους στο μακελειό


Το τι μπορέσαμε να δούμε ή να ακούσουμε δεν περιγράφεται. Εκείνο που μας συγκλόνισε ήταν το βράδυ που φέρανε με φορτηγό τους τρελούς να μείνουν στον κλωβό μας. Δεν περιγράφεται η αντίδραση των παιδιών που στο μακελειό της υποδοχής έχασαν τα λογικά τους. Ησύχασαν μόλις τα φορτηγά τους πήραν και φύγανε.

Αποτέλεσμα του χαλασμού ήταν 50 νεκροί, πολλοί τρελοί, εκατοντάδες οι βαριά χτυπημένοι, μεταξύ αυτών και ο Γιώργος Φαρσακίδης, με διακριτά τα τραύματα από τις μάχες με τους Γερμανούς στην κατοχή.

Ύστερα από μερικές ημέρες, μαθαίνουμε ότι όσοι άντεξαν σ΄ αυτό το μακελειό, τους κλείσανε σε νέο συρματόπλεγμα στην πρώτη χαράδρα μετά την διοίκηση του ΑΕΤΟ, όπου συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια. Και στο τέλος της χαράδρας, προς την θάλασσα, εγκατέστησαν τις εξόριστες γυναίκες από το Τρίκερι, τις οποίες βασάνιζαν απάνθρωπα μέχρι τρέλας. Στο νέο αυτό συρματόπλεγμα στη χαράδρα, όπου και ο λογοτέχνης Θέμος Κορνάρος, συναντηθήκαμε όταν μετά από μερικούς μήνες έληξε η τριετής θητεία μας στον στρατιωτικό κλωβό.


Τα βασανιστήρια ήδη μειώθηκαν μετά τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών το 1950 και τελείωσαν μετά τη μεταφορά των εξορίστων του Μακρονησιού στον ΄Αη Στράτη, υπό την ευθύνη της χωροφυλακής.

Για τα γεγονότα της μετακίνησης των 650 νέων στις 12 Οκτωβρίου 1949 στο ΑΕΤΟ και το μακελειό της υποδοχής υπάρχει το πολύ σημαντικό βιβλίο του καλλιτέχνη, ζωγράφου και συγγραφέα Γιώργου Φαρσακίδη, που άντεξε τα βασανιστήρια, στο οποίο βιβλίο με χαρακτηριστική άνεση και ευθύνη συνδυάζει την φιλοσοφική θεώρηση της ζωής με το θετικό χιούμορ.


Δημήτρης Βρονταμίτης


Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη«…

Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο.

Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…

Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»


Τα σκίτσα του Γιώργη Φαρσακίδη

Ο Γ. Φαρασκίδης (1926-2020) πέρασε όρθιος 16,5 χρόνια της ζωής του σε φυλακές και εξορίες: Αϊ – Στράτης, Μακρόνησος, ξανά Αϊ – Στράτης και αργότερα, στα χρόνια της χούντας, Γυάρος και Λέρος. Σε αυτούς τους τόπους έκανε τα τσακισμένα χέρια του «όπλα» του απροσκύνητου και αλύγιστου αγώνα. Εκεί η Τέχνη του, η αυτοδίδακτη και στρατευμένη, «δεν υπήρξε μια ευχάριστη ενασχόληση, αλλά ένα επιπλέον, αναντικατάστατο όπλο αγώνα, μια μαρτυρία»…

farosthermaikou.blogspot.com

Προβλήθηκε 1213 φορές

Όλα ξεκινούν από μια Τελεία (Ποτέ δεν ξεχνάμε τους αγαπημένους μας δασκάλους. Κι αυτή είναι μια ιστορία για εκείνους.)

H Τελεία είναι η ιστορία μιας στοργικής δασκάλας που όχι απλώς εμπιστεύεται τις ικανότητες του παιδιού, αλλά το ενθαρρύνει, το υποστηρίζει και εκτιμά τη δουλειά του, όταν το παιδί δεν γνωρίζει από πού να αρχίσει, πιστεύει ότι δεν μπορεί και έχει άρνηση να το προσπαθήσει.