Στις 2 Δεκεμβρίου του 1968 στην Αθήνα έγινε η πρεμιέρα της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες». Οι 400 χιλιάδες -τόσα ήταν τα εισιτήρια που έκοψε- θεατές της βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με μία νέα... βιομηχανία: Τον τουρισμό.
Οι σκηνές που εμφάνιζαν ένα καΐκι γεμάτο με φτηνοτουρίστες οι οποίοι, αντί να αφήσουν τα λεφτά τους στο κυκλαδίτικο νησί, προσπαθούσαν να μαζέψουν τα «προς το ζην» από τους καλοκάγαθους νησιώτες, μπορούσε να ερμηνευτεί ως δεινό. Η άλλη απειλή αφορούσε στην κερδοσκοπία της γης τόσο από τους Έλληνες κερδοσκόπους όσο και από τους... Ελβετούς υποψήφιους αγοραστές, οι οποίοι εξαφανίστηκαν πριν ακόμα φανούν.
Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η ιστορία αυτή έμελλε να περάσει στην αληθινή ζωή και μάλιστα να μετατραπεί από την πολιτική ηγεσία του τόπου σε σενάριο... επιτυχίας. Με βασικό επιχείρημα τα εκατομμύρια των τουριστών που συρρέουν στην Ελλάδα, η κυβέρνηση, ακολουθώντας τις κινηματογραφικές πρακτικές του Δαλιανίδη (σκηνοθέτη της ταινίας), προσπαθεί να πείσει ότι η χώρα είναι μισό βήμα πριν τη μεταμόρφωσή της σε τουριστική Γη της Επαγγελίας. Αναδεικνύοντας με -ομολογουμένως- άφθαστη υποκριτική δεινότητα τα μιλιούνια των τουριστών σε ανυπέρβλητο κατόρθωμα, υποβαθμίζει τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν την πραγματική ζωή:
- Τις θέσεις εργασίας.
- Τις αμοιβές των εργαζομένων στον τουρισμό.
- Τον τζίρο των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που στηρίζουν τις τοπικές οικονομίες των τουριστικών περιοχών.
- Τις δραστικές περικοπές στις υποδομές των νησιών που φιλοξενούν τα μιλιούνια των τουριστών, όπως για παράδειγμα τα κέντρα υγείας πολλά από τα οποία είναι χωρίς γιατρούς, νοσηλευτές και... γάζες.
- Το οικονομικό και κοινωνικό προφίλ των τουριστών, το οποίο δεν καθορίζει μόνο τη συμβολή τους στις τοπικές οικονομίες, αλλά και διαμορφώνει το τουριστικό μοντέλο για τις επόμενες δεκαετίες.
- Την εξάρτηση από τους χονδρέμπορους (πολυεθνικές) του τουρισμού, που αργά και μεθοδικά έχουν αναδειχθεί σε κυρίαρχους της ελληνικής τουριστικής αγοράς, όντας πλέον σε θέση να επιβάλλουν τιμές αλλά και όρους στις χειμαζόμενες από την κρίση ελληνικές τουριστικές μονάδες.
- Τον σταδιακό αφελληνισμό των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν κατάματα την προοπτική της χρεοκοπίας.
Έχοντας ως κίνητρο τη μετατροπή της χώρας σε τουριστικό φάστ φουντ της Ε.Ε.:
* Προωθεί τη μαζική εκποίηση δημόσιας τουριστικής γης -ακόμα και NATURA- μέσω των εκποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ.
* Επιβάλλει την τσιμεντοποίηση τουριστικών περιοχών, μετατρέποντας όρους δόμησης και χρήσης γης.
* Επιτρέπει όχι μόνο τον αποκλεισμό, αλλά και τις δομικές παρεμβάσεις στον αιγιαλό και στην παραλία.
* Διαμορφώνει μία τουριστική αγορά δύο ταχυτήτων, υποστηρίζοντας και πριμοδοτώντας επενδυτικά σχέδια όπως κατοικίες πολυτελείας στο Ελληνικό και στη Βουλιαγμένη που απευθύνονται στην παγκόσμια οικονομική ελίτ. Οι θύλακες αυτοί των πλουσίων, αποκομμένοι από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς (Έλληνες και ξένους), που διαμορφώνονται με την κυβερνητική αρωγή σε διάφορα σημεία της χώρας, αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι τελικά η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μετατρέψει τη χώρα σε «Ταϋλάνδη της Ευρώπης».
Φυσικά, η πολιτική του τουριστικού φαστ φουντ παρέχει τη δυνατότητα και για θεσμικές παρεμβάσεις οι οποίες αλλοιώνουν και απαξιώνουν συνάμα το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού τουρισμού: το περιβάλλον. Η έγκριση της εγκατάστασης και της λειτουργίας ανεμογεννητριών στα περισσότερα κυκλαδονήσια είναι η καλύτερη απόδειξη για την ταϊλανδοποίηση του ελληνικού τουρισμού που με περισσή συνέπεια προωθεί η κυβέρνηση.
Ο μύθος του τουριστικού "success story"
Τα σενάρια επιτυχίας του ελληνικού τουρισμού ξεκίνησαν από το 2013 με συνολικά 17 εκατομμύρια 920 χιλιάδες αφίξεις και σχεδόν 12 δισεκατομμύρια ευρώ άμεσα έσοδα. Οι εκτιμήσεις για τη φετινή τουριστική χρονιά είναι εξαιρετικά αισιόδοξες και απογειώνουν τις αφίξεις στα 19 εκατομμύρια με εκτιμώμενα έσοδα περί τα 13 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η κατά κεφαλή δαπάνη ανά τουρίστα ήταν το 2013 περί τα 670 ευρώ και το 2014, στην περίπτωση που οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, θα είναι 684 ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν μία αισθητή διαφοροποίηση από εκείνα που δίνει ο ΣΕΤΕ και που προσδιορίζουν τη μέση κατά κεφαλή δαπάνη να κινείται πέρυσι στα επίπεδα των 604 ευρώ έναντι 616 ευρώ το 2012. Στην πραγματικότητα όμως, από την αρχή της κρίσης, το 2009, η μέση δαπάνη του τουρίστα έχει μειωθεί κατά 13,3%. Σε σχέση με το υψηλότερο της 15ετίας (το 2004 η κατά κεφαλή δαπάνη έφθασε τα 882 ευρώ), το ποσοστό μείωσης ξεπερνά το 30%. Κοντολογίς, το επίπεδο κατανάλωσης των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα συνεχώς υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα οι τουριστικές επιχειρήσεις να βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα οξύμωρο φαινόμενο: να αυξάνονται οι επισκέψεις και ο τζίρος είτε να μειώνεται είτε να μεταβάλλεται με αισθητά μικρότερο ρυθμό.
Και φυσικά το σενάριο επιτυχίας καταρρέει αν μελετήσει κανείς και τη διαχρονική κατανομή του μεριδίου αγορά που έχει ο ελληνικός τουρισμός από το 2007 μέχρι σήμερα με βάση τις τουριστικές εισπράξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο ελληνικός τουρισμός κατείχε το 2007, με βάση τις εισπράξεις, το 3,6% της ευρωπαϊκής τουριστικής αγοράς και το 1,8% της παγκόσμιας. Το 2013 τα αντίστοιχα ποσοστά υποχώρησαν στο 3,3% για την Ευρώπη και στο 1,4% για την παγκόσμια αγορά (πτώση 8,3% και 22,% αντίστοιχα).
Την ίδια στιγμή η Ισπανία, με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, έχει το 12,3% της ευρωπαϊκής τουριστικής αγοράς, η Τουρκία το 5,7%, η Κροατία το 2% και η Αίγυπτος το 1,2%.
Στην πραγματικότητα, το σενάριο επιτυχίας βασίστηκε σε μία πολύ απλή επιλογή: στη μείωση των τιμών. Σύμφωνα με έρευνα από την ιταλική εταιρεία Coldiretti, που βασίστηκε σε στοιχεία της Eurostat του 2013, η Ελλάδα εμφανίζεται 12% κάτω από τον μέσο όρο του κόστους στην Ευρώπη. Υπολογίζοντας τις δαπάνες για διαμονή και εστίαση, ο πιο οικονομικός προορισμός της Μεσογείου είναι το Μαυροβούνιο, 37% φθηνότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακολουθούν Κροατία, Πορτογαλία και Τουρκία, ενώ η Ιταλία ο πιο ακριβός τουριστικός προορισμός της Μεσογείου.
Το μυστικό της επιτυχίας: Λιγότεροι εργαζόμενοι και χαμηλότεροι μισθοί
Αυτή η μείωση των τιμών βασίστηκε στην πιο ιστορική οικονομική συνταγή: τη μείωση της απασχόλησης και των μισθών. Από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι ο αριθμός των απασχολούμενων στον τουρισμό χρόνο με τον χρόνο μειώνεται. Από τις 799.000 που ήταν το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση, το 2013 ο αριθμός των απασχολούμενων έπεσε το 2013 στις 657.000 και η πτωτική τάση δεν φαίνεται να ανακόπτεται ούτε φέτος. Σε σύγκριση με το 2006, όταν σημειώθηκε ρεκόρ στην απασχόληση, με 885.000 ανθρώπους να εργάζονται στον τουρισμό, η πτώση της απασχόλησης άγγιξε το 26%!
Και φυσικά, εκτός από τη συρρίκνωση της απασχόλησης, καταγράφηκε και θεαματική πτώση των μισθών. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία τα οποία καταγράφουν το κόστος εργασίας στον τουριστικό τομέα. Σύμφωνα με αυτά, οι μισθοί των εργαζομένων στις δραστηριότητες παροχής καταλύματος και εστίασης στο maxium της τουριστικής περιόδου (γ' τρίμηνο) την περίοδο 2009 - 2013 μειώθηκαν κατά 48%! Και δεν φτάνει αυτό. Οι καταγγελίες για ανασφάλιστη εργασία αλλά και για εισαγόμενους εργαζόμενους, που με το άλλοθι της μαθητείας προσφέρουν αμισθί τις υπηρεσίες τους, είναι πλέον μια πραγματικότητα η οποία έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να μιλούν για τις... «Μανωλάδες του τουρισμού». Η συνταγή της λιτότητας σε πλήρη ανάπτυξη: λιγότερες θέσεις εργασίας και χαμηλότεροι μισθοί.
ΑΕΠ και τουρισμός
Η απαξίωση του τουρισμού γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι η συμμετοχή του στο ΑΕΠ ουσιαστικά παραμένει στάσιμη (ποσοστιαία), παρά την ύφεση και τη συρρίκνωση της οικονομίας. Έτσι, η συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ το 2010 ήταν 16%, το 2011 έπεσε στο 15,5%, το 2012 στο 16,4% και το 2013 στο 16,3%. Φυσικά, η σύγκριση με την περίοδο 2005 - 2007, που η συμμετοχή του κυμαίνονταν από 17,5% μέχρι 17,8% του ΑΕΠ, είναι αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι το σενάριο επιτυχίας "μπάζει από παντού νερά".
Τα «ζόμπι» και τα «κοράκια»
Αλλά λείπει κάτι ακόμα για να συμπληρωθεί το παζλ: τα "κοράκια" που θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες της κρίσης αγοράζοντας για ένα κομμάτι ψωμί τις παραπαίουσες ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν άντεξαν τον συνδυασμό υπερχρέωσης, πιστωτικής ασφυξίας και οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη «Η αναδιάρθρωση της ελληνικής ξενοδοχειακής βιομηχανίας» που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2014 σε δείγμα 703 ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, με ετήσιο τζίρο άνω του 1 εκατ. ευρώ, το 55% των ξενοδοχείων του δείγματος (367 σε σύνολο 703 επιχειρήσεων) κατατάσσεται σε κατηγορίες που χαρακτηρίζονται «ζόμπι», έναντι 22% (148 επιχειρήσεις) που χαρακτηρίζονται «διαμάντια».
Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις «ζόμπι», σύμφωνα με τη μελέτη, αντιπροσωπεύουν το 57% του τζίρου, το 70% των παγίων στοιχείων, το 70% των απασχολούμενων κεφαλαίων και το 82% των καθαρών υποχρεώσεων του συνολικού δείγματος της έρευνας. Και φυσικά, η τύχη τους είναι προδιαγεγραμμένη: είτε θα κλείσουν είτε θα περάσουν για ένα «κομμάτι ψωμί» στα χέρια των ισχυρών της ξενοδοχειακής αγοράς, οι οποίοι ελέγχουν ξενοδοχειακές επιχειρήσεις υψηλών κατηγοριών, που έχουν στενούς δεσμούς με τα διεθνή δίκτυα διανομής (tour operators, διεθνή συστήματα διαδικτυακών κρατήσεων) και διατηρούν ανοιχτή γραμμή με ισχυρά ξένα και εγχώρια κεφάλαια.
Πρόσφατες πληροφορίες έφεραν περί τις 1.100 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις να αναζητούν αγοραστή, ενώ 180 ξενοδοχεία φέρονται να είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων για εξαγορά ή ανάθεσης της διαχείρισής τους σε γνωστές αλλά και ανερχόμενες ξενοδοχειακές αλυσίδες.
Ο παράδεισος των πολυεθνικών του τουρισμού
Η «συνταγή της επιτυχίας» της κυβέρνησης φυσικά έχει κάνει ευτυχισμένους τους πολυεθνικούς tour operators οι οποίοι κάνουν επαινετικές δηλώσεις στα διεθνή ΜΜΕ για την... επιτυχία της Ελλάδας. Πρόσφατο ρεπορτάζ της Deutsche Welle ανέφερε:
«Οι τουρίστες επιστρέφουν μαζικά στην Ελλάδα, ορισμένοι όχι τόσο οργανωμένα όσο συνήθως, όπως παρατηρεί ο μάνατζερ του μεγάλου γερμανικού tour operator Thomas Cook Μάρκους Λόιτνερ. Αρκετοί, όπως επισημαίνει, προτιμούν στο μεταξύ να οργανώσουν ατομικά και πιο ευέλικτα τις διακοπές τους. Έτσι, η εταιρεία προσφέρει εδώ και περίπου έναν χρόνο τη δυνατότητα να πετάξει ο πελάτης προς έναν συγκεκριμένο προορισμό, για παράδειγμα την Κρήτη, αλλά να επιστρέψει από άλλο αεροδρόμιο, για παράδειγμα από την Κέρκυρα. Ο αριθμός των εν λόγω κρατήσεων αυξάνεται σταθερά, όπως λέει. Με τον τρόπο αυτό οι τουρίστες έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν διάφορα νησιά ή ακόμη και τη γειτονική Τουρκία, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με τη συγκεκριμένη προσφορά».
Μάλιστα, ο μάνατζερ της Thomas Cook δεν διστάζει να παρέμβει και σε θέματα που αφορούν την ελληνική πολιτεία, όπως το ωράριο:
«Η Thomas Cook θα ήθελε να επεκτείνει την τουριστική σεζόν επίσης σε Ρόδο και Κω. Για να γίνει αυτό, όμως, θα έπρεπε να συμπορευτούν τα καταστήματα και τα εστιατόρια και να παραμείνουν ανοιχτά. Στην παρούσα φάση διεξάγονται συνομιλίες με τις τουριστικές αρχές» λέει ο Μάρκους Λόιτνερ.
Τοπικές κοινωνίες σε ομηρία
Και φυσικά, οι πολυεθνικές του τουρισμού θα είναι ακόμα πιο ευχαριστημένες όταν ολοκληρωθεί το πλάνο που επιτρέπει την πώληση μεγάλων τουριστικών εκτάσεων και την κατασκευή τουριστικών εγκαταστάσεων που θα απευθύνονται στον μαζικό τουρισμό τον οποίο διαχειρίζονται. Αυτό που θα πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο είναι ότι οι αλλαγές στους όρους δόμησης και στις χρήσεις γης των τουριστικών περιοχών, σε συνδυασμό πώληση σημαντικών εκτάσεων γης -ακόμα και NATURA, αρχαιολογικούς χώρους και περιοχές που βρίσκονται σε προστασία- αλλά και η ανάπτυξη σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων είναι απόλυτα συμβατές με το όραμα της κυρίας υπουργού για τη μετατροπή της χώρας σε τουριστικό ταχυφαγείο της Ευρώπης.
Σε ένα τέτοιο παιχνίδι κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι κατασκευαστές οι οποίοι -κατά τα ισπανικά πρότυπα- θα μπουν στο τερέν του τουρισμού με πολλαπλούς ρόλους και στόχους. Φυσικά, κανείς από αυτούς δεν δίνει σημασία στα επιχειρήματα εκείνων που «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου» για τις κοινωνικές επιπτώσεις που θα έχει η λειτουργία τέτοιων μονάδων -κυρίως- σε μικρές τουριστικές περιοχές, όπως είναι τα νησιά των Κυκλάδων και του Ιονίου, οι πληθυσμοί των οποίων θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια τουριστική εισβολή.
«Ακόμα και η σκέψη ότι τα νησιά αυτά θα αναγκαστούν να φιλοξενούν σε τουριστικά 'εργοστάσια' δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για ολιγοήμερη τουριστική εκτόνωση προκαλεί τρόμο. Στην πραγματικότητα, οι τοπικές κοινωνίες θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα οικονομικό, εργασιακό, πολιτισμικό και κοινωνικό σοκ, το οποίο πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν και ακόμα δυσκολότερα θα μπορέσουν να προσαρμοστούν» έλεγε πριν λίγες μέρες τοπικός δημοτικός άρχοντας ενός μικρού νησιού των Κυκλάδων, μεγάλες εκτάσεις γης του οποίου έχουν περιληφθεί στο πρόγραμμα «αξιοποιήσεων» του ΤΑΙΠΕΔ.
Το σίγουρο είναι ότι το νέο οικονομικό περιβάλλον, με τους χαμηλούς μισθούς, την εργασιακή ανασφάλεια, τη συρρίκνωση των υπηρεσιών υγείας αλλά και των άλλων κοινωνικών παροχών, προσφέρεται για τη δραστηριότητα των «επενδυτών». Τα οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες θα είναι περιορισμένα, καθώς οι μειωμένες αμοιβές εργασίας και η υποκατάσταση (από θυγατρικές ή συνδεδεμένες επιχειρήσεις των «επενδυτών») των υπηρεσιών στους τομείς των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης και του τουρισμού, ακόμα και της υγείας, που σήμερα είναι υπόθεση είτε του κράτους είτε μικρών τοπικών επιχειρήσεων, θα καταστήσουν το οικονομικό και κοινωνικό ισοζύγιο ελλειμματικό για τις τοπικές κοινωνίες.
Αν έρθει αυτή η στιγμή, τότε η υπουργός Τουρισμού μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της ως τον «άνθρωπο που υλοποιεί τα οράματά του».
Τριποταμιανός Γ. (από Αυγή)