του Boaventura de Sousa Santos (*)
Γράφω από την Αθήνα, όπου βρίσκομαι μετά από πρόσκληση του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» για να συζητήσουμε τα θέματα και τις προκλήσεις που ταλανίζουν σήμερα τις χώρες της νότιας Ευρώπης και τα πιθανά διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από τα καινοτόμα πειράματα που διεξάγονται σήμερα στην Ευρώπη και αλλού στον κόσμο.
Από τη συζήτηση υπήρξε γενική συμφωνία πως ό,τι θα συμβεί στη διάρκεια των επόμενων ημερών ή εβδομάδων κατά τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και το ΔΝΤ θα είναι αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους λαούς της Νότιας Ευρώπης και για την Ευρώπη ως σύνολο.
Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η υπεράσπιση της ευπρέπειας και της ελάχιστης ευημερίας ενός λαού που υπήρξε θύμα όχι μόνο της τεράστιας ιστορικής αδικίας, αλλά και των πολιτικών λιτότητας που σκορπούν το θάνατο και την κοινωνική ερήμωση (πλήρως εμφανής στους δρόμους), χωρίς καν να έχει πετύχει κάποιον από τους στόχους που υποτίθεται ότι θα τις δικαίωναν.
Δεν είναι να απορεί κανείς που το πρώτο στοιχείο στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η άμεση ανακούφιση από τη σκληρότητα της τρέχουσας ανθρωπιστικής κρίσης. Διαποτισμένη με ένα μαχητικό πάθος που για καιρό απουσίαζε από τους ανιαρούς πολιτικούς της Ευρώπης, η Θεανώ Φωτίου, η αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μου εξηγεί πώς οργανώνεται η διάσωση όσων έχουν οδηγηθούν στην έσχατη ένδεια (με επισιτιστικά προγράμματα, δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και δωρεάν ιατρική θεραπεία), ενώ τονίζει την κάπως περίεργη συνεργασία των ελληνικών τραπεζών όσον αφορά τη διαχείριση του συστήματος πληρωμών.
Εκτός από τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς όπως και των Podemos στην Ισπανία, φαίνεται ως μια μετριοπαθής, σοσιαλδημοκρατική ατζέντα. Αυτό είναι μεγάλη ειρωνεία της Ευρώπης: οι χθεσινοί σοσιαλδημοκράτες είναι οι σημερινοί φιλελεύθεροι, οι χθεσινοί επαναστάτες είναι οι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες.
Οι κύριες κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστούν έχουν να κάνουν με τη μείωση των συντάξεων και το τέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τους δύο κεντρικούς πυλώνες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Υπερασπίζοντάς τες, ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει για τις πιο πολύτιμες κατακτήσεις στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης από τον τελευταίο μισό του αιώνα.
Είναι, μάλιστα, μια γενναία υπεράσπιση σε αυτό που είναι η πιο ασύμμετρη και μονόπλευρη διαδικασία διαπραγμάτευσης στην πρόσφατη ευρωπαϊκή (και ίσως και παγκόσμια) ιστορία. Και δεν πρέπει να είναι μια μοναχική άμυνα όσο μπορεί να υπολογίζει στην ενεργό αλληλεγγύη του κάθε ευρωπαίου πολίτη ο οποίος δεν βλέπει το τέλμα της παραίτησης ως επιλογή.
Ποιο είναι λοιπόν το επόμενο βήμα; Λέω συχνά ότι οι κοινωνιολόγοι είναι καλοί στην πρόβλεψη του παρελθόντος. Αλλά οι διαθέσιμες ενδείξεις φαίνεται να μας δίνουν περισσότερους λόγους για απαισιοδοξία παρά για αισιοδοξία. Παραδόξως, μία από αυτές τις ανησυχητικές ενδείξεις σχετικά με τον ελληνικό λαό είναι το οικονομικό πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας που δημοσιοποιήθηκε δημόσια.
Η συντηρητική προέλευση κάποιων από τις προτάσεις του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τις συντάξεις, είναι ανησυχητική (με τα μέτρα των οποίων ο συντηρητισμός ξεπερνά εκείνον του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και στην πραγματικότητα μοιάζει με εκείνον των Ciudadanos[1], του νέου Συντηρητικού Κόμματος της Ισπανίας), κάνει κάποιον να σκεφτεί ότι συντάχθηκε με εσωτερική γνώση, δηλαδή με τη χρήση προγενέστερης, προνομιακής γνώσης των μέχρι τώρα μυστικών αποφάσεων των «μεγάλων ιθύνοντων» της Ευρώπης που έχουν ήδη παρθεί σε σχέση με την Ελλάδα και χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Τόσο σε σχέση με τις συντάξεις - με την υπονόμευση των συνθηκών βιωσιμότητας, έτσι ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω μείωσή τους- και τις εργασιακές σχέσεις -με τη μοιραία υπονόμευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων- οι προτεινόμενες πολιτικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος παραβιάζουν τις δύο κύριες κόκκινες γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ
Στην πραγματικότητα, εάν στην Πορτογαλία τεθούν σε εφαρμογή αυτές οι πολιτικές, θα διαλύσουν τη μετριοπαθή έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας που καταφέραμε να οικοδομήσουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Θα μπορούσε αυτό να είναι μια προειδοποίηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να σφαγιαστεί για να χρησιμεύσει ως εμβόλιο ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε να συμβεί στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία; Δεν ξέρουμε, αλλά αυτό μπορεί να εγείρει εύλογες υποψίες και να κρατήσει μια βεβαιότητα.
Η υποψία είναι ότι οι «τρεις μεγάλοι που παίρνουν τις αποφάσεις» σκοπεύουν να χτυπήσουν στην καρδιά του ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας πολλούς από τους υποστηρικτές του (ειδικά εκείνους που δεν εξαρτώνται από την ανθρωπιστική βοήθεια) να τον εγκαταλείψουν, ενδεχομένως με την απατηλή υπόσχεση πονηρή ότι θα έχουν μεγαλύτερο όφελος από μια Ευρώπη χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ παρά από μια με αυτόν.
Το βέβαιο είναι ότι, με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, τα σοσιαλιστικά κόμματα που κάποτε επέλεξαν ένα τρίτο τρόπο θα μάθουν σύντομα ότι μια τέτοια πορεία είναι πραγματικά αδιέξοδη.
(*) O Boaventura de Sousa Santos είναι διευθυντής του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα της Πορτογαλίας.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, την κοινωνιολογία του δικαίου και του κράτους, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στα πορτογαλικά, ισπανικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και κινέζικα.
Πηγή: telesurtv.net
Μετάφραση ? Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης