Η ΠΟΕ-ΟΤΑ με ανακοίνωσή της υποστηρίζει ότι ο έλεγχος της στάθμευσης από τους Δήμους, μετά την κατάργηση της δημοτικής αστυνομίας, γίνεται στη βάση μιας εσφαλμένης ερμηνείας των νόμων. Καταγγέλλει αυτή την πρακτική και καλεί το Δήμο Αθηναίων και όλους τους Δήμους που κόβουν κλήσεις είτε να δημιουργήσουν νέα υπηρεσία ή να διεκδικήσουν την αναθεώρηση της απόφασης για την κατάργηση της δημοτικής αστυνομίας.
Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Όπως είναι γνωστό, με το άρθρο 81 του Ν.4172/2013 καταργήθηκε η Δημοτική Αστυνομία. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου: «Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να καθορίζεται η παράλληλη άσκηση μίας ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω αρμοδιοτήτων από υπαλλήλους του δήμου, κατόπιν ορισμού αυτών με απόφαση του δημάρχου. Με την ίδια απόφασή του δημοτικού συμβουλίου δύναται να καθορίζεται επίσης ο αριθμός των αναγκαίων υπαλλήλων, η διάρκεια άσκησης της αρμοδιότητας, οι ώρες απασχόλησης των υπαλλήλων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναφορικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών».
Δηλαδή, ο Νόμος προβλέπει την παράλληλη άσκηση κάποιων από τις αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας που έχουν πλέον εκχωρηθεί στην ΕΛ.ΑΣ., από υπαλλήλους του Δήμου οποιουδήποτε κλάδου ή ειδικότητας, μετά από ορισμό τους με απόφαση Δημάρχου. Η διασταλτική ερμηνεία της συγκεκριμένης ρύθμισης δημιουργεί σε κάποιους την εσφαλμένη εντύπωση ότι οποιαδήποτε από τις 29 αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας μπορεί να ασκηθεί παράλληλα με την ΕΛ.ΑΣ. από Δημοτικούς Υπαλλήλους οποιουδήποτε κλάδου. Αυτό όμως είναι ανακριβές: Σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 6 του Ν.3731/2008: «Για τα παραπτώματα που διώκονται ποινικά, το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας ενεργεί καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για όσα αδικήματα ανήκουν στην αρμοδιότητα του». Ανάμεσα στις 29 αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας υπάρχουν πολλές για τις οποίες προβλέπεται η άσκηση ποινικής δίωξης, και το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας μπορούσε να τις ασκήσει, επειδή ακριβώς ενεργούσε καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου. Οι υπάλληλοι των κλάδων διοικητικού και των λοιπών κλάδων των Δήμων δεν εκτελούν καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και κατά συνέπεια δεν δύνανται να ασκήσουν καμία από τις αρμοδιότητες της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας με τις οποίες σχετίζεται η άσκηση ειδικών ανακριτικών καθηκόντων.
Σε σχέση με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας η Δημοτική Αστυνομία ασκούσε τις εξής αρμοδιότητες (άρθρο 1 του Ν.3731/2008, περιπτώσεις 8 και 9):
(8) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στην κυκλοφορία των πεζών, τη στάση και στάθμευση των οχημάτων, στην επιβολή των διοικητικών μέτρων του άρθρου 103 του ν. 2696/1999, όπως ισχύει, για την παράνομη στάθμευση οχημάτων, καθώς και την εφαρμογή των διατάξεων, που αναφέρονται στην κυκλοφορία τροχοφόρων στους πεζόδρομους, πλατείες, πεζοδρόμια και γενικά σε χώρους που δεν προορίζονται για τέτοια χρήση και στην εκπομπή θορύβων από αυτά. Οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται, παράλληλα και κατά περίπτωση, και από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) και το Λιμενικό Σώμα. Όταν κατά την άσκηση τους επιλαμβάνονται η Δημοτική Αστυνομία και η Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, ταυτόχρονα, το συντονισμό έχει η Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα, κατά περίπτωση.
(9) Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων, που αφορούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας με υποδείξεις και σήματα των τροχονόμων στο δημοτικό οδικό δίκτυο και στα τμήματα του εθνικού και επαρχιακού δικτύου που διέρχονται μέσα από κατοικημένες περιοχές. Η αρμοδιότητα αυτή εξακολουθεί να ασκείται, παραλλήλως και κατά περίπτωση, από την Ελληνική Αστυνομία.
Με τη διασταλτική ερμηνεία όμως του άρθρου 81, παρ. 4 του Ν.4172/2013 θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ότι με απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου μπορούν να ασκηθούν οι προαναφερόμενες αρμοδιότητες του Κ.Ο.Κ., που ασκούσε το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, από Δημοτικούς Υπαλλήλους οποιουδήποτε κλάδου και ειδικότητας, οι οποίοι σημειωτέον φέρουν πολιτική περιβολή, αντίθετα με τη Δημοτική Αστυνομία, που «αποτελείται από ειδικό ένστολο προσωπικό, το οποίο έχει λάβει ειδική εκπαίδευση» (άρθρο 2, παρ.2, Ν.3731/2008), και το προσωπικό της «κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του φέρει στολή, της οποίας ο τύπος, τα διακριτικά γνωρίσματα, που καθορίζουν την ιεραρχική διαβάθμιση, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών». (άρθρο15, παρ.1, Ν.3731/2008). Δηλαδή, κάνοντας «τυφλή» εφαρμογή του άρθρου 81, παρ. 4 του Ν.4172/2013, θα μπορούν Δημοτικοί Υπάλληλοι με πολιτική περιβολή οποιουδήποτε κλάδου ή ειδικότητας να ρυθμίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων(!), να σταματούν οχήματα, που διέρχονται σε πεζοδρόμους ή πλατείες, να ελέγχουν οχήματα για εκπομπή θορύβων, να κόβουν κλήσεις σε πεζούς που παραβιάζουν τον Κ.Ο.Κ., να βεβαιώνουν παραβάσεις παράνομης στάθμευσης σε οχήματα, και μάλιστα να αφαιρούν και πινακίδες κυκλοφορίας και άδειες οδήγησης (διοικητικά μέτρα του άρθρου 103 του Κ.Ο.Κ.).
Όμως αυτό είναι καταφανώς εσφαλμένο. Η επιβολή των προστίμων του Κ.Ο.Κ. γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 104 του Κ.Ο.Κ. που φέρει ως τίτλο: «Επιβολή προστίμων από αστυνομικά όργανα», όπου στην παρ.1 αναφέρει ότι «Στον καταλαμβανόμενο επ? αυτοφώρω να διαπράττει παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα, βεβαιώνεται από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο το προβλεπόμενο διοικητικό πρόστιμο για καθεμία από αυτές. Σε περιπτώσεις συγκρότησης μικτών συνεργείων για τη διαπίστωση συγκεκριμένων παραβάσεων, την ποινή του προστίμου επιβάλλει το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο που παρίσταται κατά τον έλεγχο». Δηλαδή, ο ίδιος ο νομοθέτης θεωρεί ρητά ότι η επιβολή των διοικητικών προστίμων του Κ.Ο.Κ. γίνεται από αστυνομικά όργανα, που καταλαμβάνουν επ? αυτοφώρω τη διάπραξη παραβάσεων. Και βέβαια θα ήταν τουλάχιστο γελοίο να ισχυριστεί κανείς ότι υπάλληλοι διάφορων κλάδων των Δήμων, π.χ. εργάτες καθαριότητας, κηπουροί, φύλακες, θυρωροί, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, βρεφονηπιοκόμοι, νεκροθάφτες, διοικητικοί, κ.λπ. έχουν τη δικαιοδοσία να ασκούν αστυνομικά καθήκοντα του Κ.Ο.Κ. καταλαμβάνοντας μάλιστα επ? αυτοφώρω τους παραβάτες. Προς αποφυγή παρερμηνειών επισημαίνεται ότι ανάμεσα στις παραβάσεις για τις οποίες προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα συγκαταλέγονται και αυτές της παράνομης στάθμευσης, όπου δεν υπάρχει η οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς τα όργανα ή τη διαδικασία επιβολής των προστίμων και την εφαρμογή του άρθρου 104 του Κ.Ο.Κ., με την ειδικότερη πρόβλεψη ότι (άρθρο 34, παρ. 11 του Κ.Ο.Κ.): «Ως παραβάτης των διατάξεων που ρυθμίζουν τη στάθμευση θεωρείται ο οδηγός του οχήματος που καταλαμβάνεται επ? αυτοφώρω και, σε περίπτωση απουσίας του οδηγού, ο κάτοχος αυτού. Εάν το όχημα ανήκει σε επιχείρηση ενοικιάσεως και είναι μισθωμένο, ως παραβάτης λογίζεται ο μισθωτής που προκύπτει από το μισθωτήριο συμβόλαιο».
Συμπερασματικά, μόνο αστυνομικά όργανα δύνανται να επιβάλλουν τις κυρώσεις του Κ.Ο.Κ., και τα όργανα αυτά είναι η Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα, και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013 η Δημοτική Αστυνομία (με επιφύλαξη ίσως σε κάποιες περιπτώσεις για σχετική δικαιοδοσία της Στρατονομίας/Αερονομίας/Ναυτονομίας).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κ.Ο.Κ. που φέρει τίτλο:
«Ειδικές υποχρεώσεις οδηγών και πεζών προς τα αστυνομικά όργανα και τους σχολικούς τροχονόμους», και τις παρ.1 και 2:
1. Οι οδηγοί οχημάτων και οι πεζοί υποχρεούνται να συμμορφώνονται στο σήμα στάσης το οποίο δίνουν τα αστυνομικά όργανα που φορούν στολή.
2. Οι οδηγοί οχημάτων, όταν καλούνται από τα όργανα αυτά, υποχρεούνται να δείχνουν κάθε στοιχείο σχετικό με την κυκλοφορία του οχήματός τους».
Δηλαδή, δεν υπάρχει απολύτως καμία υποχρέωση από οδηγό να σταματήσει σε σήμα οργάνου που δεν φέρει στολή, ή να επιδείξει σε αυτό τα οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με το όχημά τους. Σημειώνεται ότι ακόμη και αν το όργανο που φέρει πολιτικά είναι πράγματι αστυνομικός σε εντεταλμένη υπηρεσία, π.χ. της Ασφάλειας, και επιδείχνει υπηρεσιακή ταυτότητα, δεν υποχρεούται ο οδηγός οχήματος να σταματήσει, ακριβώς επειδή δεν φέρει στολή. Οι οδηγοί λοιπόν σύμφωνα με τον Κ.Ο.Κ. οφείλουν να σταματήσουν μόνο σε σήμα ένστολου αστυνομικού οργάνου (αλλά και σε σχολικό τροχονόμο), και μόνο σε ένστολο όργανο οφείλουν να επιδείξουν τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος. Σημειώνεται ότι και πάλι δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση στην παράνομη στάθμευση ως προς την επίδειξη των στοιχείων κυκλοφορίας, στην περίπτωση βέβαια που ο οδηγός είναι παρών, αφού όπως αναφέρθηκε παραπάνω (άρθρο 34, παρ.11 του Κ.Ο.Κ.): «Ως παραβάτης των διατάξεων που ρυθμίζουν τη στάθμευση θεωρείται ο οδηγός του οχήματος που καταλαμβάνεται επ? αυτοφώρω και, σε περίπτωση απουσίας του οδηγού, ο κάτοχος αυτού». Δηλαδή, ο οδηγός που καταλαμβάνεται επ? αυτοφώρω να διαπράττει την παράβαση της παράνομης στάθμευσης, ουδεμία υποχρέωση έχει να επιδείξει τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος σε αστυνομικό όργανο που δεν φέρει στολή, πόσο μάλλον σε Δημοτικό Υπάλληλο με πολιτική περιβολή. Και ο τελευταίος εύλογα δεν έχει καμία δικαιοδοσία να επιβάλλει τη σχετική παράβαση, είτε ο παραβάτης είναι παρών είτε απών.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η επιβολή της πράξης βεβαίωσης για το σύνολο των παραβάσεων που προβλέπονται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και από την περί αυτοκινήτων νομοθεσία ορίζεται ρητά στην κοινή Υπουργική Απόφαση 2515/5/64 (Φ.Ε.Κ.-ΤΕΥΧΟΣ Β΄-ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛΟΥ 1306/26-7-2007). Σύμφωνα με το άρθρο 3: «Στο εν λόγω έντυπο καταχωρούνται όλες οι παραβάσεις που προβλέπονται στον Κ.Ο.Κ. ή στην περί αυτοκινήτων νομοθεσία, η βεβαίωση των οποίων έχει ανατεθεί στις Αστυνομικές Αρχές, ανεξάρτητα από το είδος της απειλούμενης ποινής». Η διατύπωση του άρθρου 3 δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: Οι κυρώσεις του Κ.Ο.Κ. και της περί αυτοκινήτων νομοθεσίας επιβάλλονται μόνο από αστυνομικά όργανα και στο έντυπο που ρητά περιγράφεται. Οι Δημοτικές Υπηρεσίες που έχουν αναλάβει την παράλληλη άσκηση αρμοδιοτήτων με την ΕΛ.ΑΣ. δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση Αστυνομική Αρχή και δεν έχουν καμία απολύτως δικαιοδοσία επιβολής παραβάσεων του Κ.Ο.Κ..
Αξίζει να σημειωθεί ότι η καταχώρηση των πράξεων βεβαίωσης παραβάσεων από το Δήμο Αθηναίων δεν γίνεται σύμφωνα με όσα ρητά προβλέπει η παραπάνω Υπουργική Απόφαση, αλλά σε έντυπο διαφορετικού τύπου με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή χειρός (PDA), και μάλιστα χωρίς το όργανο που βεβαιώνει την κλήση να χρησιμοποιεί αποτυπωτικό χάρτη (CARBON) ή ειδικό αποτυπωτικό χάρτη (carbonize), και χωρίς να γίνεται ομοιόμορφη συμπλήρωση των τεσσάρων εντύπων, όπως προβλέπει η κοινή Υπουργική Απόφαση. Αντίθετα γίνεται επιτόπια εκτύπωση σε δύο αντίτυπα και υπογράφεται ξεχωριστά το κάθε αντίτυπο, γεγονός που εκ των πραγμάτων καθιστά τα διάφορα αντίτυπα μη πανομοιότυπα. Επιπλέον το ψηφιακό πρωτότυπο διατηρείται σε διακομιστή (server) ως ανυπόγραφο έγγραφο, καθώς δεν φέρει ψηφιακή υπογραφή από τον βεβαιούντα υπάλληλο. Για όλους αυτούς τους λόγους, η βεβαίωση των παραβάσεων με χρήση PDA καθιστά άκυρο το σύνολο των κλήσεων που επιβάλλεται με αυτόν τον τρόπο (πέραν βεβαίως της αναρμοδιότητας των Δημοτικών Υπαλλήλων που βεβαιώνουν τις παραβάσεις, καθώς δεν είναι αστυνομικά όργανα).
Επιπλέον, σε σχέση με την επιβολή των διοικητικών μέτρων του άρθρου 103 του Κ.Ο.Κ. (αφαίρεση πινακίδων και άδειας οδήγησης), η σχετική κοινή Υπουργική Απόφαση 7332 Φ708.1/38α/ 18-5-1979 (Φ.Ε.Κ. Β? 501/1979) των Υπουργών Μεταφορών και Δημόσιας Τάξης, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με την αποφάσεις 1584/26/8-1-1982 (Φ.Ε.Κ .Β? 27/1982) και 2517/4/14-α?/3-8-2002 (Φ.Ε.Κ. Β? 1174/2002) προβλέπει ρητά ότι: «Η αφαίρεση της άδειας οδήγησης και της άδειας κυκλοφορίας με τις κρατικές πινακίδες του οχήματος, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 103 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που έχει κυρωθεί με το Ν.2696/1999 (Α? 57), ενεργείται αμέσως και επί τόπου από τον βεβαιούντα την παράβαση αστυνομικό, εφόσον αυτός είναι προανακριτικός υπάλληλος ή από συνεργείο δύο τουλάχιστον αστυνομικών, εκ των οποίων ο ένας είναι προανακριτικός υπάλληλος, βοηθούμενων και από το βοηθητικό προσωπικό που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν.894/1979». Δηλαδή, για να αφαιρέσει κάποιος πινακίδες, ρητά ορίζεται ότι πρέπει να είναι προανακριτικός υπάλληλος, ιδιότητα που είχε το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, αλλά ιδιότητα που δεν έχουν οι υπάλληλοι των λοιπών κλάδων των Δήμων. Για να καταδειχθεί η γελοιότητα των αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων που εκχωρούν τη σχετική αρμοδιότητα σε Δημοτικούς Υπαλλήλους, τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι ένστολοι αστυνομικοί της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχουν δικαιοδοσία αφαίρεσης πινακίδων, αν δεν είναι ανακριτικοί υπάλληλοι. Κατά συνέπεια ούτε η επιβολή των διοικητικών μέτρων του άρθρου 103 του Κ.Ο.Κ. μπορεί να επιβληθεί από Δημοτικούς Υπαλλήλους κλάδου διοικητικού και λοιπών κλάδων.
Παρά τα αναφερόμενα παραπάνω, επειδή προφανώς επείγει για τους Δήμους η αναπλήρωση εσόδων συνέπεια της κατάργησης της Δημοτικής Αστυνομίας, και αγνοώντας το προφανές παράνομο της υπόθεσης, τα Δημοτικά Συμβούλια σε πλειάδα Δήμων έχουν πάρει σχετικές αποφάσεις για παράλληλη άσκηση αρμοδιοτήτων και έχουν τροποποιήσει ανάλογα τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας (Ο.Ε.Υ.) τους. Σύμφωνα με την Α.Δ.Σ. 944/12-9-2013 (ΑΔΑ: ΒΛ9ΦΩ6Μ-4ΟΤ), ο Δήμος Αθηναίων αποφάσισε την παράλληλη άσκηση με την ΕΛ.ΑΣ. των κάτωθι, μεταξύ άλλων, αρμοδιοτήτων της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας:
Τον έλεγχο τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις κάθε είδους κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές αρχές καθώς και την επιβολή των πάσης φύσεως διοικητικών μέτρων που προβλέπονται από αυτές (ελεγχόμενη στάθμευση κ.λπ.).
Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν στην κυκλοφορία των πεζών, τη στάση και στάθμευση των οχημάτων, στην επιβολή των διοικητικών μέτρων του άρθρου 103 του Ν.2696/1999, όπως ισχύει, για την παράνομη στάθμευση οχημάτων, καθώς και την εφαρμογή των διατάξεων, που αναφέρονται στην κυκλοφορία τροχοφόρων στους πεζόδρομους, πλατείες, πεζοδρόμια και γενικά σε χώρους όπου δεν προορίζονται για τέτοια χρήση και στην εκπομπή θορύβων από αυτά.
Πρόκειται ακριβώς για αρμοδιότητες που όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν είναι σύννομη η άσκησή τους από μη ένστολους Δημοτικούς Υπαλλήλους. Όμως η άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων επισφραγίστηκε με το νέο Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων (Φ.Ε.Κ. Β? 2365/2013), σύμφωνα με τον οποίο ιδρύθηκε η νέα Διεύθυνση Ελέγχου Κοινόχρηστων Χώρων, οι υπάλληλοι της οποίας ασκούν παράλληλα με την ΕΛ.ΑΣ. αρμοδιότητες της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων και αυτές ελέγχου του Κ.Ο.Κ. που αναφέρθηκαν πιο πριν.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί επίσης το εξής: Οι Δήμοι, γνωρίζοντας ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πολύ σύντομα θέμα νομιμότητας με την εφαρμογή του Κ.Ο.Κ. από Δημοτικούς Υπαλλήλους με πολιτική περιβολή, κάνουν διαχωρισμό των λοιπών παραβάσεων του Κ.Ο.Κ. από τις παραβάσεις ελεγχόμενης στάθμευσης, επικαλούμενοι τον έλεγχο τήρησης των κανονιστικών αποφάσεων των Δήμων. Αυτό όμως είναι εσφαλμένο και καθαρά παραπλανητικό, καθώς η ελεγχόμενη στάθμευση έχει ενταχθεί πλέον ως παράβαση στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ήδη με την αναθεώρηση του Κ.Ο.Κ. το 1999. (Κ.Ο.Κ. άρθρο 4 παρ.3, ρυθμιστική πινακίδα Ρ-69 ? Χώρος ελεγχόμενης στάθμευσης, σε συνδυασμό με άρθρο 34, παρ.14). Οι Δήμοι μπορούν πράγματι με κανονιστικές τους αποφάσεις να ορίζουν τους χώρους ελεγχόμενης στάθμευσης, και το εκάστοτε τέλος στάθμευσης. Ο έλεγχος όμως των κανονιστικών αποφάσεων που εμπίπτουν στον Κ.Ο.Κ. γίνεται σύμφωνα με τον Κ.Ο.Κ. και τις εκδιδόμενες βάσει αυτού Υπουργικές Αποφάσεις. Εξάλλου, με κανονιστική απόφαση των Δήμων αποφασίζονται (Κ.Ο.Κ. άρθρο 52) π.χ. τα μέτρα που αφορούν στη ρύθμιση της κυκλοφορίας, στον καθορισμό των μονόδρομων, ποδηλατοδρόμων και κατευθύνσεων της κυκλοφορίας, στην προτεραιότητα οδών, στον καθορισμό χώρων στάθμευσης και στην επιβολή περιορισμών ή απαγορεύσεων κυκλοφορίας ή στάθμευσης, κ.λπ. Το γεγονός ότι με κανονιστική απόφαση των Δήμων αποφασίζεται π.χ. η μονοδρόμηση μιας οδού ή καθορίζεται η προτεραιότητα, δεν συνεπάγεται ότι ο έλεγχος των σχετικών παραβάσεων αποτελεί αρμοδιότητα των Δήμων. Εξάλλου ακόμη και όταν υπήρχε η Δημοτική Αστυνομία, έλεγχε τις παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. που ρητά είχαν εκχωρηθεί σε αυτή (και βεβαίως η παραβίαση προτεραιότητας, ή η αντίθετη κίνηση σε μονόδρομο ουδέποτε υπήρξαν αρμοδιότητές της). Ο έλεγχος των κανονιστικών αποφάσεων που εμπίπτουν σε διατάξεις του Κ.Ο.Κ. μπορεί συνεπακόλουθα να γίνει μόνο σύμφωνα με τον Κ.Ο.Κ., δηλαδή από Αστυνομικά Όργανα που φέρουν στολή και έχει ρητά εκχωρηθεί σε αυτούς η σχετική εξουσία, και όχι από Δημοτικούς Υπαλλήλους των διαφόρων κλάδων με πολιτική περιβολή. Και ουδεμία διαφοροποίηση υφίσταται για την ελεγχόμενη στάθμευση (ρυθμιστική πινακίδα Ρ-69).
Σε συνέχεια των παραπάνω, οι Δήμοι στις αποφάσεις τους περί ελεγχόμενης στάθμευσης έχουν ορίσει και θέσεις αποκλειστικής στάθμευσης μονίμων κατοίκων, που σημαίνονται με ρυθμιστική πινακίδα Ρ-70 ΚΑΤΟΙΚΟΙ (αντί του ορθού Ρ-70 ΟΧΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΙΚΩΝ, προφανώς προς εξοικονόμηση χώρου). Όμως η πινακίδα Ρ-70 αποτελεί ρυθμιστική πινακίδα του Κ.Ο.Κ. με την έννοια «Χώρος στάθμευσης ορισμένης κατηγορίας οχημάτων», και δη αυτής που αναγράφεται στην πινακίδα π.χ. ΤΑΧΙ, ΜΟΤΟ, ΦΟΡΤΗΓΑ, κ.λπ. Δηλαδή ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι ορθή η επιβολή προστίμων από Δημοτικούς Υπαλλήλους ειδικά για την παράβαση της πινακίδας Ρ-69 ? Χώρος ελεγχόμενης στάθμευσης, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το ίδιο ισχύει και για τις λοιπές ρυθμιστικές πινακίδες στάθμευσης, όπως π.χ. Ρ-39, Ρ-40, Ρ-70, Ρ-71, Ρ-72. Όπως με κανονιστική απόφαση ορίζεται μίας οδός ως χώρος στάθμευσης για οχήματα κατοίκων, με κανονιστική απόφαση επίσης ορίζεται και η π.χ. απαγόρευση στάσης και στάθμευσης, και είναι νομικά άτοπο και αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι υπάρχει δικαιοδοσία στην πρώτη περίπτωση και δεν υπάρχει στη δεύτερη.
Γίνεται ιδιαίτερη μνεία ότι το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, εκτός του ότι ήταν ένστολο (σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν μνημονευθεί νωρίτερα), έφερε και ειδική ταυτότητα δηλωτική της ιδιότητάς του, όπως και ειδικού διακριτικού σήματος (άρθρο 15 παρ.2 του Ν.3731/2008, και προγενέστερα άρθρο 17 του Π.Δ. 23/2002). Όμως σύμφωνα με Δελτίο Τύπου του Δήμου Αθηναίων, οι Δημοτικοί Υπάλληλοι που έχουν οριστεί να ασκούν παράλληλα με την ΕΛ.ΑΣ. αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας έχουν εφοδιαστεί με «ειδικά καρτελάκια» σε ευκρινές σημείο, εν είδει «υπηρεσιακής ταυτότητας», τα οποία βεβαίως δεν έχουν καμία απολύτως ισχύ, αφού δεν προβλέπεται αυτό από καμία διάταξη Νόμου, ούτε υπάρχει εξουσιοδοτική διάταξη ώστε τα Δημοτικά Συμβούλια ή οι Δήμαρχοι να πάρουν τέτοια απόφαση. Πρόκειται ξεκάθαρα για αφελές εφεύρημα υπηρεσιακού παράγοντα, σε μια προσπάθεια απόδοσης κύρους στη νέα υπηρεσία, που καταφανώς αποτελεί κακέκτυπο της κατηργημένης Δημοτικής Αστυνομίας.
Έχει διατυπωθεί επίσης από υπηρεσιακούς παράγοντες η άποψη ότι οι υπάλληλοι της Δημοτικής Αστυνομίας που εξαιρέθηκαν της διαθεσιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ.2 του Ν.4172/2013 και έχουν μεταταχθεί αυτοδίκαια στον κλάδο διοικητικού, εξακολουθούν να παραμένουν ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι!!! Και αυτό είναι εμφανέστατα λαθεμένο, καθώς η ιδιότητα όμως του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου είχε εκχωρηθεί σύμφωνα με το Ν.3731/2008 στους υπαλλήλους των κλάδων Π.Ε. Δημοτικής Αστυνομίας, Τ.Ε. Δημοτικής Αστυνομίας και Δ.Ε. Δημοτικής Αστυνομία, και όχι βεβαίως στους υπαλλήλους των κατηγοριών Π.Ε., Τ.Ε. και Δ.Ε. Διοικητικού. Οι μεταταγμένοι Δημοτικοί Αστυνομικοί στον κλάδο Διοικητικού υπάγονται στο καθηκοντολόγιο αυτού του κλάδου, έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κλάδου αυτού, και εφαρμόζεται για αυτούς ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Ν.3584/2007), χωρίς να υφίστανται πλέον οι περιορισμοί που ίσχυαν όταν ανήκαν στον κλάδο Δημοτικής Αστυνομίας.
Συμπερασματικά μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι η Ελλάδα είναι σήμερα η μοναδική χώρα στην Ευρώπη (και πιθανόν σε όλο τον κόσμο), όπου με απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου βεβαιώνονται κλήσεις από υπαλλήλους διαφόρων κλάδων χωρίς αστυνομική ιδιότητα, και μάλιστα με πολιτική περιβολή! Ο Δήμος Αθηναίων (όπως και όλοι οι υπόλοιποι) θα πρέπει να κατανοήσει ότι δεν έχει πλέον Δημοτική Αστυνομία. Και αν πράγματι θέλει να εφαρμόσει τον έλεγχο της παράνομης στάθμευσης (όπου εμπίπτει και η ελεγχόμενη στάθμευση), και τις λοιπές αρμοδιότητες, η μόνη δυνατότητα που έχει είναι να ζητήσει την ίδρυση μιας νέας υπηρεσίας Δημοτικών Ελέγχων που θα στελεχωθεί με ειδικής κατηγορίας προσωπικό νέου κλάδου π.χ. Δημοτικών Ελεγκτών το οποίο θα είναι ένστολο (τουλάχιστον για την αρμοδιότητα εφαρμογής διατάξεων του Κ.Ο.Κ.), και το οποίο θα στελεχωθεί μέσω της κινητικότητας από το προσωπικό της πρώην Δημοτικής Αστυνομίας που είναι σε διαθεσιμότητα, και έχει ήδη λάβει πολύμηνη εκπαίδευση και αποκτήσει μεγάλη εργασιακή εμπειρία. Ή μπορεί να ζητήσει απλά την αναίρεση της πραξικοπηματικής, παράλογης, επιπόλαιης και βεβιασμένης απόφασης κατάργησης της Δημοτικής Αστυνομίας.