Μεγάλη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές των Η.Π.Α και ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό ίδρυμα καρδιάς και το συμβούλιο ιατρικής έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου έδειξε ότι τα άτομα που είναι παχύσαρκα έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και όχι το αντίστροφο.
Η μελέτη συνδύασε τα υπάρχοντα στοιχεία από γενετικές μελέτες για να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης D και το Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI).
Στα αποτελέσματα βρέθηκαν τα εξής:
- Αύξηση μίας μονάδας Δ.Μ.Σ (BMI)συσχετίστηκε με μείωση 1,15% στα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό μας
- Όχι όμως το αντίθετο δηλαδή ότι χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D προκαλούν αύξηση του Δ.Μ.Σ.
Αυτό το ενδιαφέρον εύρημα υπογραμμίζει ένα πιθανό πρόσθετο όφελος από τη μείωση της παχυσαρκίας δεδομένου ότι έτσι μπορεί να αυξηθούν τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό μας.
Η έρευνα έδειξε ότι η βιταμίνη D αποθηκεύεται στο λιπώδη ιστό. Έτσι η πιο πιθανή εξήγηση για τη σύνδεση με τη παχυσαρκία είναι ότι οι παχύσαρκοι άνθρωποι αποθηκεύουν περισσότερη βιταμίνη D στο λίπος τους οπότε έχουν λιγότερη βιταμίνη D που κυκλοφορεί ελεύθερη στο αίμα τους.
Η βιταμίνη D έχει σημαντικές λειτουργίες, είναι απαραίτητη για το μεταβολισμό του ασβεστίου, του φωσφόρου καθώς επίσης και για δυνατά , υγιή οστά. Η βιταμίνη D υπάρχει σε διάφορα φαγητά, όπως λιπαρά ψάρια, μουρουνέλαιο, αυγά, ενισχυμένο με βιταμίνες γάλα και δημητριακά. Όμως η πρόσληψη της βιταμίνης D από τις τροφές δεν είναι αρκετή αφού για να μετατραπεί σε ενεργό μορφή χρειάζεται την έκθεση του δέρματος στον ήλιο.
Έτσι 10-15 λεπτά την ημέρα έκθεσης του δέρματος στον ήλιο είναι αρκετή για να υπάρχουν απαραίτητες ποσότητες βιταμίνης D στον οργανισμό μας.
Έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας όπως ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία στους ενήλικες.
Δρ. Ιωάννης Μεριανός
Βιοπαθολόγος - Ιατρική της παχυσαρκίας - Κλινική Διατροφή