Διάβασα σε διάφορα μέσα Ενημέρωσης ότι κατά την ...εξέγερση των δεξιών δημάρχων χθες στην συνεδρίαση της ΚΕΔΕ, ο δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου Διονύσης Χατζηδάκης χαρακτήρισε τις επιπτώσεις από την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών (να κατατεθούν τα αποθεματικά των ΟΤΑ στην Τράπεζα της Ελλάδας για ένα μικρό διάστημα ώς «τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας για την Τοπική Αυτοδιοίκηση».
Όπως είναι γνωστό ο υπουργός αναπληρωτής Δημ. Μάρδας, έχει δηλώσει πως το επιτόκιο της ΤτΕ θα είναι 2,5%, έναντι 0,5%-1%, που παίρνουν οι δήμοι από τις καταθέσεις που έχουν σε ιδιωτικές τράπεζες.
Αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος. Όντως τα επιτόκια των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες είναι κοντά στο 1%. Αλλά οι δήμαρχοι ανάμεσά τους και ο Δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου, είπαν ότι τα χρήματα των δήμων βρίσκονται κατόπιν ...διαγωνισμών με πολύ υψηλότερα επιτόκια κατατεθειμένα στις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Ο Διον. Χατζηδάκης συγκεκριμένα τόνισε με υπερηφάνεια ότι τα χρήματα του Δήμου Παλαιού Φαλήρου, 8 εκ. ευρώ περίπου, βρίσκονται κατατεθειμένα στην τράπεζα Πειραιώς με επιτόκιο 5,85%.
Και ότι «μέσα σε 4 χρόνια έχουμε πάρει 2 εκ. ευρώ από τους τόκους. Αυτά τα χρήματα ποιος θα μας τα αναπληρώσει» αναρωτήθηκε, «τη στιγμή μάλιστα, που το κράτος έχει μειώσει δραματικά τα χρήματα που διαθέτει στους δήμους».
Τι καταλάβατε εσείς; Διότι εγώ διακρίνω ένα σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων. Δηλαδή ο ελληνικός λαός υποφέρει επί πέντε χρόνια και καταχρεώνεται για να διασώζει με όλο και περισσότερα νέα δάνεια τις χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες και εκείνες σαν να μην τρέχει τίποτα δίνουν εκατοντάδες ...εκατομμυριάκια με ειδικές συμβάσεις καταθέσεων σε όποιον θέλουν -θεσμό ή ιδιώτη- με εξωπραγματικά επιτόκια που τελικά πληρώνει ο πτωχευμένος λαός μας.
Αν δεν ελεγχθούν τώρα οι ελληνικές τράπεζες από την κυβέρνηση Τσίπρα και δεν πεταχτούν από τις καρέκλες τους τα golden boys και girls του συστήματος των Χαρδουβελαίων και των Στουρνάρων στα τραπεζικά και οικονομικά επιτελεία, γιατριά δεν θα υπάρξει σ' αυτή τη χώρα της Διαπλοκής, των Νταβατζήδων και του «δεν βαριέσαι ρε αδελφέ».
(από Εφημερίδα των Συντακτών)