«Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών»
«Ελλιπείς, περιστασιακές και αποσπασματικές» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες εφαρμόζονται στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας.
Μεταξύ άλλων, αναγνωρίζεται η μείωση των ελλειμμάτων, εκφράζεται η άποψη περί «υπερφορολόγησης» των Ελλήνων πολιτών και διατυπώνονται επιφυλάξεις ως προς τα τελικά οφέλη μιας επιστροφής στις αγορές το 2014.
Η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου αναγνωρίζει ότι «η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει αισθητά, να μηδενίσει ή και να μετατρέψει σε πλεονάσματα όλα τα ελλείμματα που είχε και πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει πλέον τις χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωζώνη», όπως και ότι το επιχειρηματικό κλίμα έχει βελτιωθεί, τα spreads έχουν πέσει, ο χρηματιστηριακός δείκτης ανεβαίνει και η φυγή κεφαλαίων ανακόπηκε.
Όπως επισημαίνει όμως, ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ενώ υπήρξε «υπερφορολόγηση» των Ελλήνων πολιτών. Μάλιστα εκφράζονται επιφυλάξεις για τα τελικά οφέλη μιας επιστροφής στις αγορές το 2014.
Στις αβεβαιότητες του προγράμματος, η έκθεση αναφέρει τα στοιχεία πόλωσης που εμφανίζει το πολιτικό κλίμα στη χώρα μας, το οποίο διακυβεύει την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Επιπλέον, χαρακτηρίζει «αγκάθι» την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, καθώς θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια, λόγω των πολύ υψηλών επιτοκίων.
Η επιστημονική επιτροπή αναφέρεται και στην ουσία της πρόσφατης πολιτικής αντιπαράθεσης με αντικείμενο τη φορολόγηση των Ελλήνων πολιτών σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της Ε.Ε. όσο και της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, γίνεται σύγκριση των φορολογικών συντελεστών με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως εξής:
«Ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στο 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε. και 20,5% στην Ευρωζώνη. Ο ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε. και 44,5% στην Ευρωζώνη, ενώ ο ανώτερος συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 26% (έναντι 21,8% στην Ε.Ε. και 25,9% στην Ευρωζώνη».
Πηγή thepressproject.gr