Ναπολέων Σουκατζίδης (1909-1944)
του Σπύρου Τζόκα
Ιούνιος 1947. Αμέσως μετά την ήττα... αμέσως μετά τους πολέμους, την κατοχή, την Εθνική Αντίσταση... αμέσως μετά το όνειρο. Η εικόνα της Ελλάδας θολή, η πορεία δύσκολη. Οι αγωνιστές όχι μόνο δεν δικαιώνονται, αλλά καταδιώκονται. Δωσίλογοι, χίτες, προσκυνημένοι και συνεργάτες των Γερμανών παίρνουν κεφάλι.
Ενας λαός καθημαγμένος από τις κακουχίες και τη φτώχεια, ένας λαός που για λίγα χρόνια πριν είχε προς στιγμήν πιστέψει στο όραμα της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αγωνίστηκε γι' αυτά, και που τελικά προδόθηκε.
H εκτέλεση στην Καισαριανή
Η Ιστορία γραφόταν από τους δυνατούς. Και όμως υπήρξαν φωνές. Στο τραγικό, ιστορικό γράμμα του ο ηρωικός αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Αρης Βελουχιώτης, το οποίο έστειλε, μετά την κατάπτυστη συμφωνία της Βάρκιζας, σε όλα τα μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ στις 24-3-1945 προειδοποιούσε και σχεδόν κραύγαζε: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έρχεται να με συναντήσει με λαχτάρα σε κάθε χωριό που περνάω και να μου ρίχνει βροχή τα ερωτήματα: Γιατί το κάνατε αυτό; Για πού πάμε, γιατί χύσαμε το αίμα μας και κάψαμε τα σπίτια μας επί τρία χρόνια; Γιατί μας παραδίνετε αμαχητί; Τι θα κάνουμε τώρα; Πού είναι η λαϊκή μας δικαιοσύνη και η αυτοδιοίκηση;»
Αμείλικτα ερωτήματα... Οπως και πάντα, όπως και τώρα... ΓΙΑΤΙ;
Βροχερό πρωινό και μουντό. Ηταν 14 Ιουνίου του 1947, όταν ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια, επειδή δεν «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις». Μαζί του και ο αντιπρόεδρος.
Ο Στρατής Περγαλίδης. Η οικογένειά του ήταν συγγενής με την οικογένεια της μητέρας του Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Από μικρασιατική φύτρα και αυτός... δεν έκανε πίσω. Ηταν παλικάρι. Γίνανε αχώριστοι με τον ξάδελφό του. Στις δύσκολες τότε μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν παιδιά... σχεδόν ίδια ηλικία. Αργότερα πορευτήκανε μαζί στους αγώνες. Ο Στρατής έγινε πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου. Εντιμος άνθρωπος και τίμιος αγωνιστής. Χαθήκανε αργότερα στις φυλακές και στις εξορίες.
14 Ιουνίου... Βροχερό πρωινό και μουντό. Με φορείο τον μετέφεραν από την Ασφάλεια... με σπασμένα πόδια, με ανοιχτές πληγές στο κεφάλι, με το κορμί μελανό από τα χτυπήματα. Δεν λύγισε, δεν πρόδωσε, δεν προσκύνησε. Οι αρετές αυτές του κομμουνιστή βαραίνουν, ενοχλούν, εξοργίζουν και δεν συγχωρούνται. Ετσι έγινε και τότε. Τρεις μέρες όρθιος ο Στρατής. Τρεις μέρες μετά το ταλαιπωρημένο κορμί του σε ένα σεντόνι, ένα άσπρο σεντόνι της κλινικής... ένα νεκροσέντονο. Δεν άφησαν κανέναν στην κηδεία. Μόνο τη γυναίκα του... και αυτήν από μακριά, σαν να φοβούνταν μήπως το νεκρό σώμα μιλήσει.
Το μουντό εκείνο πρωινό έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, να συναντήσει τον παιδικό του φίλο, τον Ναπολέοντα, και να ονειρευτούν και πάλι, όπως τότε παιδιά στην πατρική γη. Είχε προλάβει λίγο πριν να δώσει το όνομα του αγαπημένου του συντρόφου και φίλου στο καμάρι του, στον γιο του. Ναπολέοντα τον βάφτισε...
Και ο αντιπρόεδρος έγινε πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου. Αυτός φέρθηκε πιο έξυπνα... αυτός ήταν ρεαλιστής. Κατάλαβε έγκαιρα τις μάταιες πράξεις και απλά συνθηκολόγησε... έτσι πάντα το έλεγαν. Μια απλή υπογραφή, δύο με τρία ονοματάκια, μερικές μικρές εξυπηρετήσεις και ελεύθερος με ανταμοιβή. Μικρά πράγματα εξάλλου του ζήτησαν... μικρά πράγματα για μικρούς ανθρώπους.
Ο μπαρμπα-Φώτης ο Σουκατζίδης όμως... αυτός δεν είχε την ίδια γνώμη. Αυτός ήταν έντιμος άνθρωπος, ήταν αγωνιστής. Παρέμενε όρθιος στα αλλεπάλληλα χτυπήματα. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του την κλάψα και τη μιζέρια. Αγωνιστής της καθημερινής ζωής ήταν... περήφανος, αξιοπρεπής. Ποτέ δεν προσκύνησε, ποτέ δεν λύγισε. Κοντά στον μονάκριβο γιο του ώς το τέλος... νοερά. Αυτός δεν θα έκλεινε ποτέ τον κύκλο των «μάταιων» πράξεων. Αυτός δεν θα έβγαζε ποτέ τα εισαγωγικά από τη λέξη.
Και τα έμαθε όλα: και τα θανατικά βασανιστήρια του Στρατή και το κιότεμα του αντιπροέδρου. Προχώρησε σε αυτά που τον πρόσταζαν η Ιστορία του, η καρδιά του, η συνείδησή του.
Βαριά βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου. Ο μπαρμπα-Φώτης προχωράει με αργά αλλά σταθερά βήματα προς την αίθουσα των συνελεύσεων. Αυτή που έχει ονομαστεί και αίθουσα «Ναπολέων Σουκατζίδης». Ετσι αποφάσισε η Γενική Συνέλευση του Εργατικού Κέντρου, για να τιμήσει το σπλάχνο της.
Παραμιλάει προχωρώντας. Τα μέλη της εκτελεστικής συνεδρίαζαν. Πέρασε από μπροστά τους. Ευθυτενής, κοιτώντας μόνο μπροστά... ήξερε καλά πού πήγαινε και ποιος ήταν ο σκοπός του.
-Μπαρμπα-Φώτη, θέλεις κάτι; κάποιος τον ρώτησε.
Καμία απάντηση. Συνέχισε το βήμα του.
- Μπαρμπα-Φώτη, πες μας τι θέλεις να σε εξυπηρετήσουμε.
Τώρα ήταν ο πρόεδρος, ο οποίος σηκώθηκε και όρθιος και πήρε ξοπίσω τον μπαρμπα-Φώτη.
Και τώρα καμία απάντηση. Πάγωσαν τα μέλη της εκτελεστικής. Ο ένοχος πρόεδρος ακολουθούσε την ενοχή του. Τον τρόμαζε το βλέμμα ενός γέροντα... του αποκάλυπτε τη γύμνια και την ενοχή του, την προδοσία του. Τον ξαναρώτησε με ικετευτικό πλέον ύφος.
-Θα σε βοηθήσουμε, μπαρμπα-Φώτη, εδώ είμαστε εμείς. Πες μας σε παρακαλώ τι θέλεις;
Ο μπαρμπα-Φώτης τον παραμέρισε ελαφρά χωρίς να τον κοιτάει και έσκυψε να τραβήξει έναν πάγκο, από αυτούς που χρησιμοποιούσαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τον τράβηξε με αργές κινήσεις και τον έφερε κάτω από τη φωτογραφία του γιου του, του Ναπολέοντα Σουκατζίδη.
Ολοι έμειναν αποσβολωμένοι να τον κοιτούν.
Ανέβηκε στον πάγκο, κάποιοι επιχείρησαν να τον βοηθήσουν. Τους απώθησε. Δική του ήταν η δουλειά... μόνος του θα την τελείωνε. Ξεκρέμασε και κατέβασε το πορτρέτο του Ναπολέοντα... το κρατούσε στην αγκαλιά του.
Οπως τότε, στον εκτοπισμό από τους Γερμανούς, στις αρχές του 1915. Ετσι και τώρα συνέχιζε τον Γολγοθά του. Με τη φωτογραφία του αγαπημένου του γιου στην αγκαλιά του. Ούτε που κοίταξε γύρω του. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του και συνομίλησε με τη φωτογραφία, σαν να ήταν ζωντανή.
-Αργησα, αγόρι μου... άργησα. Είμαι γέρος και ανήμπορος, αγόρι μου, συγχώρεσέ με.
Περπατούσε προς την έξοδο, κρατώντας σφιχτά το πορτρέτο, σαν να φοβόταν ότι κάποιος θα του το πάρει. Δεν άντεχε να χάσει και πάλι το μονάκριβο παιδί του.
-Ξέρω ότι δεν βολεύεσαι εσύ με τους προσκυνημένους. Δεν αισθανόσουν καλά... ήσουν άβολα. Αργησα, αγόρι μου... άργησα.
Κοίταξε πίσω του.
-Θα ξανάρθεις εδώ, σ' το υπόσχομαι εγώ ο γέροντας. Με τους συντρόφους σου, όταν εδώ θα είναι οι τίμιοι άνθρωποι, οι μεροκαματιάρηδες, οι περήφανοι άνθρωποι, οι κομμουνιστές. Τότε θα ξανάρθεις, αγόρι μου...