Τα τελευταία δύο χρόνια, με την άνοδο του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, ακούγονται συχνά οι λέξεις: ?ανθέλληνας? και ?εθνικισμός?. Το επικίνδυνο, βέβαια, του θέματος είναι ο τρόπος με τον οποίο το κόμμα αυτό εμπορεύεται τις παραπάνω έννοιες. Κατ΄ αρχάς, αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα είναι ο διαχωρισμός του εθνικισμού από την υγιή φιλοπατρία. Εδώ και πολύ καιρό έχει δημιουργηθεί μια τεράστια παρεξήγηση εννοιών που τείνει να πάρει διαστάσεις κοινωνικές. Το κόμμα αυτό, που μόλις πριν λίγο καιρό είχε αγγίξει το ένα εκατομμύριο υποστηρικτές, διακυρρήτει πως απαρτίζεται από έλληνες εθνικιστές.
Το γεγονός πως ένα εκατομμύριο έλληνες ψηφοφόροι έδειξαν ανοχή σε αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία συγκροτείται από ανθρώπους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και ανεύθυνους σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ένας σύντομος ορισμός του εθνικισμού από το λεξικό του Μανώλη Τριανταφυλλίδη είναι: ?Η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη?. Γενικότερα, ο εθνικισμός είναι μια μορφή φανατισμού που απευθύνεται, κατά βάση, στις μάζες.
Και η καινούρια της μορφή που εκφράζει η Χρυσή Αυγή είναι, θα έλεγε κανείς, η έσχατη μορφή φανατισμού που συνδέεται στενά με την απανθρωπιά, τον ρατσισμό και -προφανώς- την απόκλιση από την ορθολογιστική ερμηνεία των πραγμάτων, αφού η ανωτέρω προκαταλήψεις φανερώνουν απουσία κριτικής και αυτοκριτικής. Και στο σημείο αυτό έρχεται ο ?ανθελληνισμός?. Θεωρώ άστοχο τον χαρακτηρισμό αυτό σε κάποιον έλληνα, για τον λόγο πως είναι αδύνατον κάποιος να εναντιώνεται κανείς στο ίδιο του το συμφέρον. Εδώ όμως προκύπτει και μια άλλη πτυχή του ανθελληνισμού. Σύμφωνα με τα αριστερά ιδεώδη, είναι ανάγκη να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο συλλογικό συμφέρον παρά στο ατομικό, με βασικό στόχο την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας πανανθρώπινης χωρίς κοινωνικές και οικονομικές διαφορές. Έτσι, ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα αποκτά μεγαλύτερη σημασία από τον έλληνα άνθρωπο. Αυτομάτως οι υποστηρικτές της ιδέας αυτής χαρακτηρίζονται ανθέλληνες, αν και στην ουσία αυτοί που αξίζουν δικαιωματικά τέτοια ονομασία είναι οι ίδιοι οι ?εκφραστές? της.
Και αυτό γιατί αυτός που πραγματικά νοιάζεται για τους ανθρώπους (είτε συμπατριώτες του, είτε όχι) είναι εκείνος που προσπαθεί να τους οδηγήσει στην αυτογνωσία και την απροκατάληπτη γνώση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου ανθρώπου είναι ο συγγραφέας Νίκος Δήμου, ο οποίος παρατηρώντας την εξέλιξη του όρου ?ανθέλληνας? έχει ταυτιστεί με αυτήν και μάλιστα θεωρεί τιμή στις μέρες μας να είσαι γνωστός σαν ανθέλληνας, γιατί μόνον όταν αντιμετωπίσει κάποιος την κοινωνική κατακραυγή -σε μια κοινωνία αμορφωσιάς- θα αποδείξει την πνευματική του αξία. Συγκεκριμένα, το βιβλίο του με τίτλο: ?Η δυστυχία του να είσαι έλληνας? πραγματεύεται αυτό ακριβώς το φαινόμενο, την αέναη ύπαρξη του κλασικού νεοέλληνα στο χρόνο με τις διάφορες εμμονές του που τον δεσμεύουν πολιτισμικά και κοινωνικά. Βέβαια, ο ανθέλληνας δεν έχει μόνο πολιτική διάσταση.
Είναι αυτονόητο πως ο έλληνας εθνικιστής του 2013 δεν θα αρκεστεί στην μονομερή του περιθωριοποίηση, αλλά επεκτείνεται και σε πολιτισμικό επίπεδο. Δηλαδή, κάθε μορφής πολιτισμικό ενδιαφέρον προς άλλα έθνη πιθανολογείται ως σημάδι ανθελληνισμού. Σε αυτό το σημείο γίνεται και ο διαχωρισμός εθνικισμού με εθνισμό. Εθνισμός είναι ο φυσιολογικός πατριωτισμός, χωρίς όμως να γίνεται διάκριση κουλτούρας μεταξύ των διαφόρων εθνών. Σε αντίθεση με τον εθνικισμό, ο εθνισμός σέβεται όλους τους πολιτισμούς ως γεννήματα της ανθρώπινης διανόησης και βέβαια, στοχεύει στην αρμονική τους ?συμβίωση? σε ένα πολυπολιτισμικό πλαίσιο. Άλλωστε, και ιστορικά, αυτό που κατείχε ρόλο καθοριστικό στην ανάπτυξη κάθε πόλης, κράτους ή αυτοκρατορίας είναι η πολυμορφία. Για παράδειγμα στην αρχαία ελληνική ιστορία, η επαφή με άλλους πολιτισμούς (π.χ μέσω της ναυτιλιακής της δύναμης) ήταν που απέδωσε αργότερα καρπούς στην οργάνωση και τη λειτουργεία -κυρίως- των παραθαλάσσιων πόλεων.
Και ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Σμύρνη -και η Μικρά Ασία γενικότερα- του 20ου αιώνα η οποία αποτελούταν από Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους και άλλες μικρότερες εθνότητες και τα αποτελέσματα αυτής της ποικιλομορφίας ήταν αισθητά μονάχα αν αναλογιστεί κανείς το επίπεδο μόρφωσης που είχαν οι κάτοικοι των περιοχών εκείνων. Τελικά, αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που πρέπει να εξαλείψουμε, τον εθνικισμό ή τον ανθελληνισμό; Η ορθότερη απάντηση είναι να εξαλείψουμε κάθε μορφής εμμονές που περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία. Και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για την ρητορική μίσους που προάγεται από το νεοναζιστικό κόμμα. Κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται με την απευθείας κατάργηση και απαγόρευση του ή με λεκτικούς διαξιφισμούς στο κοινοβούλιο. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η συνειδητή απομόνωση του φασισμού από τους ίδιους τους πολίτες, όταν οι συνθήκες που τον θρέφουν ακυρωθούν. Και δεν είναι αργά για αυτό.
Του Βλαδίμηρου Κατρανίδη
Ρεπόρτερ στο δρόμο ( www.topontiki.gr)
(Τα κείμενα των «Ρεπόρτερ στο δρόμο» δεν υφίστανται επεξεργασία και εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους)