«Για τον ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ» της Ανθούλας Δανιήλ

Αρθρογραφία 23 Απριλίου 2015

Πέρασαν εκατό χρόνια από τον άδοξο θάνατο του ωραίου, νέου ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ (1887-1915), ανθυποπλοίαρχου του Αγγλικού Στόλου.

Δεν κινδύνευσε από τα εχθρικά πυρά και δεν σκοτώθηκε σε ναυμαχία, αλλά πέθανε από σηψαιμία στις 23 Απριλίου 1915, ύστερα από τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού.

Στα 28 του χρόνια άφησε την τελευταία του πνοή στο γαλλικό πλωτό νοσοκομείο που είχε ξεκινήσει για να συμμετάσχει στην εκστρατεία των Δαρδανελίων. Η στρατιωτική μοίρα του Μπρουκ είχε φθάσει λίγες μέρες νωρίτερα στην περιοχή της Σκύρου. Εκεί έκανε γυμνάσια και εκεί οι στρατιώτες κατέβαιναν και χαίρονταν τις ομορφιές της φύσης. Ωστόσο, η μοίρα φθόνησε τον ωραίο ποιητή. Οξύμωρο σχήμα συνιστά το ελάχιστο μέγεθος του «θύτη» σε σχέση με το μέγεθος του θύματος.

Η μητέρα του Μπρουκ θα μπορούσε να έχει πει στον θρήνο της «με ένα τόσο δα μικρό κουνουπάκι», όπως η Κατίνα Παξινού στην ανάλογη περίπτωση (Ματωμένος γάμος) είχε πει για τον δικό της γιο το συγκλονιστικό εκείνο: «με ένα τόσο δα μικρό μαχαιράκι». Το τόσο μικρό, τόσο δραστικά μεγάλο για το απόλυτο κακό.

Φαίνεται πως ο θάνατος του νεαρού Άγγλου ποιητή συγκίνησε πάρα πολύ τους Έλληνες λογοτέχνες, οι οποίοι τον μνημονεύουν συχνά στα γραπτά τους. Ο Γεώργιος Δροσίνης (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 7ος τόμ., επιμ. Γιάννης Παπακώστας, ΣΩΒ 2001) γράφει για τα δέντρα στους τάφους των ποιητών: «Σύντροφοι των ποιητών πιστοί τα δέντρα: στου Μυσσέ τον τάφο μια ιτιά, στου Ρούπερτ Μπρουκ μια ελιά, στου Βιζυηνού ένα πεύκο. Πονετικότερο το Πεύκο: με την καλοκαιρινή λαύρα, της ρετσίνας οι στάλες πέφτουν σα δάκρυα από τους απόγυρτους κλώνους του στην επιτάφια πλάκα» (σελ.170) και αλλού: «Εκείνο όμως που έριξε στα βάθη της καρδιάς μου τον πρώτο σπόρο για το άγνωστο νησί, ήτον ο θάνατος του Άγγλου Ρούπερτ Μπρουκ στα Σκυριανά νερά, κ' η ταφή του σ' ένα έρημο Σκυριανό ακρογιάλι. Κάτι επίμονο μ' έκραζε να πάω εκεί. Κ' ένας ξενιτεμένος φίλος μου [...] μ' αποκρίθηκε: ''θα πας, μα βέβαια θα πας. Μπορεί κανείς ν' αντισταθή στην έλξη των ζωντανών, όχι όμως των νεκρών''» (σσ.260-261) και είναι πολλοί οι ποιητές που βρήκαν τάφο σε ξένη γη.

Ο Κητς και ο Σέλλεϋ στη Ρώμη, η Ελισάβετ Μπράουνιγκ στη Φλωρεντία και, βέβαια, ο δικός μας Ανδρέας Κάλβος στο Λάουθ της Αγγλίας (τα οστά του Κάλβου το 1960 ήρθαν στην Ελλάδα και πήραν τη θέση τους πλάι στου Σολωμού, στη Ζάκυνθο).

Στη συνέχεια, ο Δροσίνης επισκέπτεται έπειτα από κοπιαστική πορεία τον τάφο: «Με τα πολλά άσπρισε κάτι ανάμεσα στα κρεμαστά γαλαζοπράσινα κλωνάρια μιας ελιάς: ήτον το λαμπερό μάρμαρο του τάφου». Ο Δροσίνης είχε στον νου την εικόνα του τάφου από μια ακουαρέλα που του είχε χαρίσει ο αρχαιολόγος Χέρτλεϋ, ο οποίος είχε περάσει έναν μήνα «κάτω από σκηνή για να φέρει σε τέλος την επιθυμία της μητέρας του Μπρουκ που δε θέλησε να μετακινήση το νεκρό παιδί της από κει που θάφτηκε,

καθώς το είχε ποθήση στα τραγούδια του :
σ' ένα νησί των Μύθων...» («Ο στρατιώτης ποιητής»)

Οι στίχοι αυτοί είναι οι εναρκτήριοι ενός ποιήματος του Αιμίλιου Βεράρεν, σε μετάφραση Δροσίνη (Ποίηση, 2ος τόμ., σελ.313, επιμ. Γ. Παπακώστας). Ο Δροσίνης κοιτάζοντας τον τάφο παρατηρεί: «Ας αρνηθή λοιπόν κανένας της Μοίρας τα γραμμένα, καθώς τα λέει ο λαός. Ένα ευγενικό παλικάρι ήσυχο κ' αμέριμνο, ένα γλυκόφωνο τραγουδιστή τον αρπάζει μια μέρα ο σίφουνας του πολέμου από τη βορεινή πατρίδα του και τον πετά στην Ανατολή, για να πεθάνη μέσα σ' ένα καράβι αραγμένο ίσα ίσα μπροστά σ' ένα ποθητό του Ν η σ ί τ ω ν Μ ύ θ ω ν» (σσ.282-283).

Ο Δροσίνης επανέρχεται στο θέμα Μπρουκ μέσα από ένα γράμμα που του απευθύνει ο Κωστής Παλαμάς από την Αιδηψό: «Σε φανταζόμουνα όλο αυτό το διάστημα στη Σκύρο, να θυμάσαι το Φιλοκτήτη, να κάνης σπουδές στον τάφο του Μπρουκ» (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 8ος τόμ., σελ.73). Επίσης, περιγράφοντας ένα σκυριανό δωμάτιο κάνει λόγο για την ακουαρέλα του τάφου του Ρούπερτ Μπρουκ στη Σκύρο, φιλοτεχνημένη από τον Άγγλο αρχαιολόγο Χέρτλεϋ (σελ.145). Μια ακόμη, και η σημαντικότερη αναφορά, είναι αυτή που γίνεται με αφορμή το δωμάτιο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Γράφει ο Δροσίνης για τις τελευταίες στιγμές του Σκιαθίτη λογοτέχνη: «Σ' ένα σανιδένιο τραπεζάκι [...] τα δράματα του Σαίξπηρ».

Ο Παπαδιαμάντης ζήτησε από την αδελφή του να του τα φέρει για να διαβάσει, αλλά δεν μπόρεσε. Και συνεχίζει: «Έτσι χωρίς να το θέλη, ο Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε το χρέος μας στο Σέλλεϋ και στο Ρούπερτ Μπρουκ: για τη λατρεία και των δυο προς την ελληνική ποίηση. Στην τσέπη του Σέλλεϋ, όταν τον ξέβρασε πνιγμένον η θάλασσα, βρήκαν το Σοφοκλή, και στου Μπρουκ το νεκρικό προσκέφαλο τον Αριστοφάνη» (σελ.230).

«The soldier»

If I should die, think only this of me:
That there's some corner of a foreign field
That is for ever England. There shall be
In that rich earth a richer dust concealed;
A dust whom England bore, shaped, made aware,
Gave, once, her flowers to love, her ways to roam,
A body of England's, breathing English air,
Washed by the rivers, blest by suns of home.
And think, this heart, all evil shed away,
A pulse in the eternal mind, no less
Gives somewhere back the thoughts by England given;
Her sights and sounds; dreams happy as her day;
And laughter, learnt of friends; and gentleness,
In hearts at peace, under an English heaven.

Η ζωή του ωραίου ποιητή που τόσα άδικα χάθηκε έγινε ταινία και τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τους Pink Floyd. Τον έθαψαν στη θέση Τρεις Μπούκες των νοτιοανατολικών παραλίων του ήρεμου ελληνικού νησιού. Στον λιτό τάφο τοποθετήθηκε ένας σταυρός και η επιγραφή: «Εδώ βρίσκεται ο υπηρέτης του Θεού, Υπολοχαγός του Βρετανικού Ναυτικού, ο οποίος απέθανε για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους».

Ένας φίλος του έγραψε πως ξεκουράζεται «σε μία από τις πιο όμορφες τοποθεσίες, με σταχτοπράσινες ελιές γύρω του και με μία που μοιάζει σαν να κλαίει από πάνω του». Αργότερα, η μητέρα και οι φίλοι του ποιητή, με την έγκριση του αγγλικού Κοινοβουλίου και με ελληνοβρετανικό έρανο, φρόντισαν για τη δημιουργία τύμβου στο σημείο της ταφής του, στα αποκαλυπτήρια του οποίου παραβρέθηκε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στις 5 Απριλίου 1931.

Μια πλατεία της Χώρας, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, πήρε το όνομά του, Πλατεία Μπρουκ, και εκεί στήθηκε ανδριάντας που φιλοτεχνήθηκε από τον Μ. Τόμπρο. Μοντέλο του ήταν ο ωραίος νέος χορευτής Αλέξανδρος Ιόλας.

Στη σύντομη ζωή του, ο Μπρουκ υπήρξε ο ρομαντικός, αγνός, ιδεαλιστής, ο πατριώτης ποιητής που περιγράφει στα ποιήματά του.

Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας και φίλος του, Χένρυ Τζέημς, είχε πει για τον ωραίο νέο ποιητή: «Έκανε δική του ολόκληρη την ποιητική συναίσθηση με την οποία ήταν γεννημένος, και περιπλανιόταν μέσα της σαν γυμνός νεαρός κολυμβητής [...] ο Ρούπερτ μας εξέφραζε όλους». Ο Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, που επίσης ήταν φίλος του, έλεγε πως «είναι ο πιο ελκυστικός άντρας στην Αγγλία και φοράει τα ωραιότερα πουκάμισα» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός).

Οι δυο πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Ο στρατιώτης», Αν ήθελα πεθάνει αυτό για μένα σκέψου μόνο:/ πως κάπου υπάρχει μια γωνιά σένα χωράφι ξένο/ πούναι για πάντ' Αγγλία, τονίζουν τον ιδεαλισμό και τη φιλοπατρία του.

Η μετάφραση του ποιήματος «Ο στρατιώτης» από τον Γλαύκο Αλιθέρση έχει ως εξής:

Αν ήθελα πεθάνει αυτό για μένα σκέψου μόνο:
πως κάπου υπάρχει μια γωνιά σένα χωράφι ξένο
πούναι για πάντ' Αγγλία. Εκεί θα βρίσκεται μια σκόνη
κρυμένη, πλουσιώτερη κι από τη γη την πλούσια·
σκόνη που γέννησε η Αγγλία, διάπλασε και μόρφωσε,
κι άνθη έδωσέ της ν' αγαπά και δρόμους να πηγαίνη,
ένα κορμί Αγγλικό, Αγγλικό αναπνέοντας αγέρα
λουσμένο, ευλογημένο από τους ήλιους της πατρίδας.
Και σκέψου πως αυτή η καρδιά, που οι κακίες της σκόρπισαν,
μες την αιώνια διάνοιαν ένας παλμός τις σκέψες
που απ' την Αγγλία της δόθηκαν τις έχει ανταποδώσει·
θεάματα, στόνους· κι όνειρα ευτυχή σαν τη μέρα της·
το, που απ' τους φίλους έμαθε γέλοιο· και την ευγένεια,
πώχουν οι ειρηνικές καρδιές στον Αγγλικό ουρανό μας.

Η μοίρα του Άγγλου ποιητή συγκίνησε τους Έλληνες λογοτέχνες, των οποίων ο αριθμός είναι πολύ μεγάλος και έπαινος ύψιστος.

Το ποίημα του Χάινε που ακολουθεί μοιάζει να απαντά στον «Στρατιώτη» του Μπρουκ:

«Πού;»

Πού θα 'ναι ο τόπος της τελικής μου
απ' τις περιπλανήσεις της ανάπαυσης;
Κάτω από φοίνικες στο Νότο;
Δίπλα στο Ρήνο οι φλαμουριές;

Θα 'ναι εκεί που σε μιαν έρημο
ξένο θα με σκεπάσει χέρι;
Ή στην ακτή μιας θάλασσας
θ' αναπαυθώ την άμμο;

Όπως και να 'ναι, κι εκεί κι εδώ
του Θεού θα μ' αγκαλιάζει ο ουρανός,
και, σαν καντήλια νεκρικά, θα κρέμονται
ολονυχτίς επάνω μου τ' αστέρια.
(μτφρ. Αντώνης Η. Σακελλαρίου)

από: http://diastixo.gr/

Προβλήθηκε 985 φορές