Το Ελεγκτικό Συνέδριο, με Απόφαση της πλήρους Ολομέλειάς του, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 4938/9.11.2020, καθόρισε τη διαδικασία με την οποία θα ελέγχει την ύπαρξη, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα “Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου” στους Φορείς που υπάγονται στην ελεγκτική του δικαιοδοσία.
Υπενθυμίζουμε, ενδεικτικά, ότι σύμφωνα με την παρ.2 του αρ.169 του Δημόσιου Λογιστικού, το ΕλΣυν παρακολουθεί, ελέγχει και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα και την επάρκεια των “Υπηρεσιών Εσωτερικού Ελέγχου” και των εσωτερικών δικλίδων όλων των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
Επιπλέον, την παρ.3 του αρ.54Α του Κώδικα για το ΕλΣυν, όπως αυτή θεσπίσθηκε με το αρ.347 του ν.4700/2020, σύμφωνα με την οποία αν ο Επίτροπος κρίνει ότι το “Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου” του ελεγχόμενου από αυτόν ειδικού λογαριασμού ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή ΝΠΔΔ ή άλλου Φορέα που υπάγεται στην ελεγκτική του αρμοδιότητα, λειτούργησε αποτελεσματικά κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον δημοσιονομικό κίνδυνο, μπορεί, ύστερα από έγκριση του Τμήματος Ελέγχων, να μην ασκήσει έλεγχο στις υποκείμενες στους λογαριασμούς συναλλαγές και πράξεις.
Με την Απόφαση λοιπόν, καθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας του ΕλΣυν.
Συγκεκριμένα:
- με το αρ.1 δίνονται όλοι οι σχετικοί ορισμοί,
- στο αρ.2 περιγράφεται πως θα διενεργείται ο έλεγχος των “συστημάτων εσωτερικού ελέγχου” σύμφωνα με το Ετήσιο Πρόγραμμα Ελέγχων,
- το αρ.3 αφορά τις απαλλαγές από κατασταλτικό έλεγχο Φορέων που ελαχιστοποίησαν τον δημοσιονομικό κίνδυνο,
- το αρ.4 αναφέρεται στην εμπλοκή στον εσωτερικό έλεγχο,
- το αρ.5 ορίζει τι ισχύει στην αδράνεια Φορέα για την εγκατάσταση εντός αυτού “συστήματος εσωτερικού ελέγχου”,
- το αρ.6 προβλέπει την εξουσία των Επιτρόπων να ελέγξουν οίκοθεν την αποτελεσματικότητα των “συστημάτων εσωτερικού ελέγχου”,
- το αρ.7 περιγράφει τις συνέπειες από την εφαρμογή της Απόφασης.
Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να αφορά όχι μόνο το τρέχον δημοσιονομικό έτος αλλά και προηγούμενα.
Για τη διεξαγωγή του ελέγχου, ο Επίτροπος ζητεί κατ’ αρχάς τον χάρτη του ελεγχόμενου Φορέα με την καταγραφή των διαδικασιών παραγωγής ή διενέργειας πράξεων με δημοσιονομικές συνέπειες, τον εντοπισμό των κινδύνων σε κάθε διαδικασία και την πρόβλεψη δικλίδων αντιμετώπισης των κινδύνων. Αν αυτός δεν υφίσταται, ο Επίτροπος απευθύνει αμέσως στο όργανο που προΐσταται του Φορέα έγγραφο αποκαλούμενο «σύσταση».
Αν υφίσταται χάρτης, ο Επίτροπος αναζητεί εντός αυτού τη συγκεκριμένη διαδικασία που έχει υπαχθεί στον έλεγχό του, εκτιμά την πληρότητα της καταγραφής της, την ορθότητα και πληρότητα των κινδύνων που εντοπίστηκαν και την επάρκεια και λυσιτέλεια των συναφών δικλίδων.
Ο Επίτροπος επαληθεύει την τήρηση της νομιμότητας, της κανονικότητας και της υγιούς δημοσιονομικής διαχείρισης εξετάζοντας συγκεκριμένες συναλλαγές, μέχρις ότου σχηματίσει την απαιτούμενη, από το εγχειρίδιο ελέγχου, εμπεριστατωμένη αντίληψη για την οικεία πρακτική του Φορέα ως προς το υπό έλεγχο αντικείμενο.
Επισημαίνεται ότι ως δημοσιονομικοί κίνδυνοι νοούνται ιδίως:
1] Ο κίνδυνος αυθαίρετης υλικής αφαίρεσης ή καταστροφής της περιουσίας του Φορέα (λ.χ. υπεξαίρεση).
2] Ο κίνδυνος απεμπόλησης από τον Φορέα δημόσιων αξιώσεών του εις βάρος τρίτων (λ.χ. μη είσπραξη φόρου).
3] Ο κίνδυνος ανάληψης δημόσιων υποχρεώσεων χωρίς δυνατότητα εκπλήρωσης (λ.χ. δάνεια).
4] Ο κίνδυνος μη σύννομης χορήγησης δικαιωμάτων υπέρ τρίτων (λ.χ. μη νόμιμη απευθείας ανάθεση).
5] Ο κίνδυνος μη σύννομης εκταμίευσης δημόσιου χρήματος ή διάθεσης περιουσίας (λ.χ. πληρωμή χωρίς υπαρκτή παραλαβή), και
6] Ο κίνδυνος διάθεσης δημόσιου χρήματος χωρίς εγγυήσεις για την επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος (λ.χ. σπάταλη διαχείριση).
Όλες οι λεπτομέρειες, στο πλήρες κείμενο της Απόφασης του ΕλΣυν ΕΔΩ