Στο εδώλιο του Μονομελούς Αυτόφωρου Πλημμελειοδικείου Αθηνών θα βρεθεί η 19χρονη, η οποία υπήρξε θύμα trafficking στην Ηλιούπολη, με βάση ανώνυμη καταγγελία εις βάρος της.
Η 19χρονη, που έχει κριθεί πρωτοδίκως πως υπήρξε αιχμάλωτη αστυνομικού, κατηγορείται ότι “διαπιστώθηκε να εκδίδεται με αμοιβή, χωρίς να κατέχει το απαιτούμενο πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος και χωρίς να υποβάλλεται στους σχετικούς ιατρικούς ελέγχους”.
Ωστόσο, κατά την παραγγελία, η πράξη αυτή που της αποδίδεται φέρεται να τελέστηκε όσο η ίδια ήταν αιχμάλωτη του προαγωγού αστυνομικού, που την εξέδιδε και την κακοποιούσε, αυτός δε ήδη έχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 5.5 ετών σε πρώτο βαθμό και επίκειται η άμεση εκδίκαση της έφεσής του.
Να θυμήσουμε τι είχε γίνει στην δίκη
Απαλλακτική ήταν η πρόταση του εισαγγελέα για τον 39χρονο αστυνομικό και τον πατέρα της 20χρονης κοπέλας στην Ηλιούπολη που κατηγορούνταν για μαστροπεία και βιασμό της.
21 Δεκεμβρίου 2022
Προς το τέλος της οδεύει από την Τετάρτη το μεσημέρι στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας η ακροαματική διαδικασία στην δίκη για την υπόθεση trafficking της Ηλιούπολης, μετά την καταγγελία της 20χρονης κοπέλας ότι την κακοποιούσε και την εξέδιδε ένας 39χρονος αστυνομικός και πως τη βίαζε ο πατέρας της.
Η πρόταση του εισαγγελέα ήταν απαλλακτική για τους κατηγορούμενους, αφού κατά τη γνώμη του, η καταγγέλλουσα μπορούσε να πάρει άλλο δρόμο και πως δεν παραπλανήθηκε, επιλέγοντας τη ζωή που επέλεξε για να κερδίσει την οικονομική της χειραφέτηση.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, οι κατηγορίες για μαστροπεία και βιασμό δεν αποδείχτηκαν σε καμία περίπτωση, ούτε για τον αστυνομικό ούτε για τον πατέρα της και πως το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων δεν θεμελιώνεται.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε από την έδρα “Χρειαζόμασταν πλήρεις αποδείξεις και δεν τις είχαμε. Οι άνθρωποι δεν καταδικάζονται με ιδεοληψίες”. Δεν διευκρίνισε όμως τι εννοούσε με τον όρο “ιδεοληψίες” και που τις εντόπισε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Ο αστυνομικός προτάθηκε ως ένοχος μόνο για σωματική βλάβη, ο πατέρας μόνο για κατοχή μεταλλικής ράβδου, ενώ για τις κύριες κατηγορίες η πρόταση του εισαγγελέα ήταν απαλλακτική για αμφότερους τους κατηγορούμενους.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις καταγγελίες της νεαρής κοπέλας, ο 39χρονος αστυνομικός την είχε αιχμαλωτίσει στο διαμέρισμά του και την εξέδιδε, ενώ και ο πατέρας της κοπέλας τη βίαζε επί σειρά ετών όταν ήταν ανήλικη.
Για την κατηγορία του βιασμού από την πλευρά του πατέρα ο εισαγγελέας τόνισε ότι η καταγγέλλουσα εξετάστηκε αναλυτικά από γυναικολόγο το 2018 χωρίς να εντοπιστούν σχετικά ευρήματα.
Οι μόνοι που μίλησαν για τις πράξεις αυτές ήταν ο αδερφός και η μητέρα του θύματος ενώ όπως τόνισε ο Εισαγγελέας, παρά τις εντάσεις που αναμφίβολα υπήρχαν στο σπίτι, δεν αποδείχθηκε ότι κάποιος χρησιμοποίησε σωματική βία.
Κατά τον εισαγγελέα, παρά το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα αλλά και ο αδερφός της με τη μητέρα περιέγραψαν τον πατέρα ως μέθυσο και τεμπέλη, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος (πατέρας) τους παρείχε τα πάντα σε ότι αφορά τα υλικά αγαθά. Χρησιμοποίησε μάλιστα τη λέξη “κουβαλητής”.
“Θα μπορούσε όμως” είπε “να έχει καλύτερη εποπτεία της οικογένειάς του”.
Για την παθούσα διαπίστωσε ότι είχε καλή αντιληπτική ικανότητα “κάτι που πιστοποιήθηκε και από το ΚΕΣΥ το 2013 και το 2015” αλλά έφτασε στο συμπέρασμα ότι όσα είπε στην κατάθεσή της προς το τέλος (ότι τα θύματα ζητούν πάντα συγγνώμη) ήταν σαν να προχωρούσε σε απαγγελία υπονοώντας ότι δεν αποτελούσαν δικές της σκέψεις.
Ο Εισαγγελέας συνέχισε την αγόρευσή του και τόνισε ότι “η κατηγορία της μαστροπείας δεν μπορεί να σταθεί. Συμπέρανε ότι οι φωτογραφίες της παθούσης με τον τρίτο κατηγορούμενο έδιναν την εικόνα δύο ανθρώπων “που μοιράζονται κοινές επιδιώξεις κάτι που προκύπτει και από τη μεταξύ τους επικοινωνία”.
“Αρα” όπως τόνισε στη συγκεκριμένη σχέση “δεν ζορίστηκε κανείς” συμπέρασμα που έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση της καταγγέλλουσας που είχε πει ότι βρισκόταν σ’ αυτή τη σχέση υπό το κράτος απειλών.
Για τις σχέσεις της κοπέλας με τον κατηγορούμενο αστυνομικό, ο Εισαγγελέας τόνισε ότι από τα video της κοινής του συνύπαρξης προκύπτει “μία σχέση που την απολάμβαναν μαζί”.
“Υπήρξε και επικοινωνία με τη μητέρα της έτσι ώστε να ξεματιαστεί ο καταπιεστής της” τόνισε ο Εισαγγελέας αναφερόμενος σε σχετικό μήνυμα που απέστειλε η κοπέλα στη μητέρα της.
Υπογράμμισε ακόμα ότι η καταγγέλλουσα “ήταν σε θέση να διαπραγματεύεται μόνη της τα ποσά τα οποία εισέπραττε από τις αισθησιακές ταινίες στις οποίες έπαιρνε μέρος” βασιζόμενος σ’ αυτό στην κατάθεση του γνωστού παραγωγού Δημήτρη Σειρηνάκη.
“Ο κ. Σειρηνάκης κατέθεσε με παρρησία και μας είπε ότι τελικά η κοπέλα προτάθηκε ακόμα και για βραβείο για τη συμμετοχή της στις ταινίες αυτές” είπε.
Για τα γεγονότα του Ιουλίου του 2012, που τελικά κατέληξε στην αποκάλυψη της υπόθεσης, ο Εισαγγελέας συμπέρανε ότι “πράγματι ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι χτύπησε την καταγγέλλουσα. Δεν αποδείχθηκε όμως ο βιασμός της, όπως βεβαίωσαν οι ιατροδικαστικές εκθέσεις, ούτε προηγούμενη βία”
“Η έννοια που μάς απασχολεί εδώ” κατέληξε ο Εισαγγελέας “είναι η έννοια του ευάλωτου. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Μπορούσε η καταγγέλλουσα να πράξει διαφορετικά και να πάρει άλλο δρόμο στη ζωή της; Εγώ απαντώ ότι ναι, μπορούσε”
Ο Εισαγγελέας τέλος τόνισε ότι οι καταγγελίες της δεύτερης παθούσας, που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, επίσης δεν αποδείχθηκαν κατά την κρίση του.