Του Περικλή Δ. Καπετανόπουλου
δημοσιογράφου-ιστορικού
"Aπ’ όλες τις σπορές που ρίχνονται στη γη,
Το αίμα των ηρώων δίνει την πιο πλούσια σοδειά"
Ονορέ ντε Μπαλζακ
Ξημερώματα της 30ης Μαρτίου 1952, στις 4.12 το πρωί, ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοι του Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος Ε.Σ.Α , πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», κοντά στη λεωφόρο Μεσογείων, στο συνήθη τόπο εκτελέσεων , στο Γουδί, περίπου εκεί που σήμερα βρίσκεται το μνημείο των εκτελεσμένων του Εμφυλίου Πολέμου.
Μέσα στη βαθιά νύχτα, ο θόρυβος από τις μηχανές των αυτοκινήτων του εκτελεστικού αποσπάσματος ξύπνησε τους φυματικούς πολιτικούς κρατούμενους της «Σωτηρίας», οι οποίοι σκαρφάλωσαν στα παράθυρα και άρχισαν να φωνάζουν, μέσα στη νύχτα επίμονα : «Όχι άλλο αίμα, δολοφόνοι».
Αργότερα σαν ξημέρωσε, οι πρώτοι βιαστικοί διαβάτες, είδαν να φεύγει από τη «Σωτηρία» ένα ανοιχτό αυτοκίνητο της δημαρχίας, με κατεύθυνση προς το Γ Νεκροταφείο, αφήνοντας πίσω του πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, μια λεπτή κόκκινη γραμμή από το αίμα των εκτελεσμένων.
Στην ανιστόρητη προσπάθεια ορισμένων, να παρουσιάσουν τον Μπελογιάννη απέναντι στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Μπελογιάννης:«Είμαι μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
Ο Μπελογιάννης έζησε και πέθανε πιστός στο Κόμμα του, το ΚΚΕ.
Ανάμεσα στους κατηγορούμενους που σύρθηκαν μαζί με τον Μπελογιάννη στα στρατοδικεία σκοπιμότητας του μισαλλόδοξου μετεμφυλιακού καθεστώτος, το 1951 και 1952 ήταν και αρκετοί Ηλιουπολίτες, στους οποίους θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο μου.
Η αποστολή
Ο Ν. Μπελογιάννης, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, έφτασε παράνομα στην Αθήνα δέκα περίπου μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου (Αύγουστός 1949) , στις αρχές Ιούνη του 1950. Αποστολή του ήταν η ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων που είχαν σχεδόν διαλυθεί μετά τη σύλληψη από την Ασφάλεια του ανώτερου στελέχους του ΚΚΕ Στέργιου Αναστασιάδη και την εξάρθρωση του μεγαλύτερου μέρους του παράνομου μηχανισμού, σε Αθήνα και Πειραιά. Παράλληλα ο Μπελογιάννης κινήθηκε για την δημιουργία νόμιμου πολιτικού κόμματος , για να στεγάσει τις εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστών, όπως και έγινε το 1951 με την ΕΔΑ. Για το σκοπό αυτό είχε αρκετές συναντήσεις με παλιούς πολιτικούς του δημοκρατικού αστικού χώρου. Τους λίγους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την σύλληψη του, ο Μπελογιάννης πάλεψε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες ώστε να εκπληρώσει την αποστολή που του είχε ανατεθεί.
«Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει - έγραφε σ' ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματα που έστειλε στην ηγεσία του ΚΚΕ στο εξωτερικό- και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές, προοπτική μου αισιόδοξη»
Η αισιοδοξία του Μπελογιάννη απόρρεε όμως περισσότερο από τη δική στάση απέναντι στη ζωή, παρά από την ρεαλιστική αποτίμηση της πραγματικότητας. Οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου χαρακτηρίζονταν από εκτελέσεις, φυλακίσεις και διώξεις σε βάρος των μελών και οπαδών του ΚΚΕ και της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη, την ευθύνη του παράνομου μηχανισμου (για την ακρίβεια, ότι είχε απομείνει από αυτόν) ανέλαβε ο Νίκος Πλουμπίδης (Μπάρμπας) μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ.
Η σύλληψη
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη πραγματοποιήθηκε στις 20 Δεκέμβρη του 1950, στο σπίτι ενός συνδέσμου-φοιτητή στη Νεάπολη Εξαρχείων (και σημερινού εκδότη) αλλά η Ασφάλεια την ανακοίνωσε δεκαπέντε μέρες αργότερα, στις 5 Γενάρη 1951. Αμέσως μόλις οι σύντροφοι του Μπελογιάννη αντιλήφθηκαν τη σύλληψη του, δημοσιοποίησαν το όνομα του, μαζί με αυτό της Έλλης Ιωαννίδου (πιάστηκε λίγο αργότερα από το Μπελογιάννη στο ίδιο σπίτι) στην εφημερίδα «Δημοκρατικός», για να τους προφυλάξουν από την «εξαφάνιση», κάτι που συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια από την Αστυνομία και το παρακράτος..
Η πρώτη δίκη
Η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του άρχισε, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, το νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947. Από την αρχή της δίκης ήταν φανερό σε όλους όσους την παρακολούθησαν (συνηγόρους υπερασπίσεως, έλληνες δημοσιογράφους, ξένους ανταποκριτές) πως επρόκειτο για μια πολιτική δίκη και πως οι κατηγορούμενοι δικάζονταν μόνο για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις τους.
«Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ - είπε στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης - και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
Το γεγονός όμως αυτό, ότι δηλαδή η δίκη ήταν ξεκάθαρα πολιτική, κατέστησε στην πράξη ανεφάρμοστη την απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου βάσει της οποίας ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του (από τους 92) καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας στις 17 Νοεμβρίου 1951, μετά τη πρώτη δίκη του Μπελογιάννη δήλωσε : « Ο Μπελογιάννης και οι μετ΄αυτού καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών δεν πρόκειται να εκτελεστούν . Απόφασις της Κυβερνήσεως είναι, οτι δι΄αδικήματα διαπραχθέντα προ της 1ης Νοεμβρίου 1951, οποτε η παρουσα Κυβέρνησις δεν ευρίσκετο εις την αρχήν, αι τυχόν επιβαλλομεναι ποιναι δια κομμουνιστικήν δράσιν θα υπηγοντο εις την ρυθμισιν η οποια είχε συμφωνηθή δι΄όλας τας μέχρι τούδε επιβληθείσας και μη εκτελεσθείσας πανατικάς ποινάς».
Ο ξένος παράγοντας όμως που εκείνη την εποχή καθοδηγούσε –απροκάλυπτα- τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, δεν επιθυμούσε την ομαλοποίηση της πολιτικης ζωής στην Ελλάδα και την συμφιλίωση των χθεσινών αντιπάλων του Εμφυλίου. Η Ελλάδα αποτελούσε για τους Αμερικανούς το πρώτο πεδίο εφαρμογής των ψυχροπολεμικών στρατηγικών τους , στην αντιπαράθεση τους με τη Σοβιετική Ένωση. Ήθελαν αίμα, νέο αίμα να χωρίσει και πάλι τους Έλληνες τρία χρόνια μετά την ήττα και την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι ασύρματοι και η δευτερη δίκη
Έτσι οργάνωσαν μια δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αυτή τη φορά στο Τακτικό Στρατοδικείο με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος της κατασκοπίας σε βάρος της Ελλάδας. Για να μπορέσουν όμως να στήσουν αυτή τη νέα κατηγορία προχώρησαν με πομπώδη τρόπο στην αποκάλυψη των ασυρμάτων του Κόμματος στη Βίλα «Αύρα» στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα.
Οι ασύρματοι στη Γλυφάδα και στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκαν στις 14 και 15 Νοέμβρη του 1951, ακριβώς με το τελείωμα της πρώτης δίκης του Ν. Μπελογιάννη και των 92 συντρόφων του. Οι ασύρματοι ήταν γνωστοί στην Ασφάλεια από το 1949. Όμως αντί να γίνουν συλλήψεις επιλέχθηκε να εξασφαλιστεί χαφιές στον κομματικό μηχανισμό, ούτως ώστε να μαθαίνουν οι κρατικές υπηρεσίες τις κομματικές εντολές και πληροφορίες . Επίσης με «διαρροή» προς τον Τύπο από τις αστυνομικές αρχές, αποκαλυπτόταν πως το σπίτι του Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα - όπου ανακαλύφθηκε η δεύτερη γιάφκα ασυρμάτων - παρακολουθούνταν από πολύ καιρό πριν από την ΚΥΠ.
Για άραγε έσπευσε η Κυβέρνηση και οι αστυνομικές αρχές της εποχής, να φορτώσουν στη πλάτη του Μπελογιάννη και την κατηγορία της κατασκοπείας, αφού ήταν ήδη καταδικασμένος σε θάνατο, από την πρώτη δίκη;
Η απάντηση βρίσκεται στην πληροφορία που έστειλε στην ελληνική κυβέρνηση ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ Α.Κύρου, και συνιστούσε να δικάζουν τους κομμουνιστές με την κατηγορία του κατασκόπου «και τούτο ανεξαρτήτως εάν η κατηγορία προέκυπτε από τα στοιχεία τα οποία είχαν υπόψη της η ασκούσα τη δίωξη αρμοδία στρατιωτική αρχήν». Έτσι επανήλθε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά βάσει του οποίου σύρθηκαν εκ νέου στο- τακτικό αυτή τη φορά- στρατοδικείο ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη, καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων.
Ο ρόλος του Παλατιού
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15 Φεβρουαρίου και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (ανάμεσά τους και οι Δ. Μπότσης, Η. Αργυρόηχης και Ν. Καλούμενος που αντίκρισαν μαζί του το εκτελεστικό απόσπασμα) καταδικάστηκαν σε θάνατο. Προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων το οποίο συνεδρίασε το απόγευμα της Παρασκευής 28 Μάρτη 1952 και αργά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας έβγαλε απόφαση με την οποία απέρριπτε τις αιτήσεις χάριτος των Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Καλούμενου και Μπάτση. Την επομένη, Σάββατο 29 Μάρτη, αργά το βράδυ, ο βασιλιάς Παύλος κοινοποίησε στην κυβέρνηση την απόφασή του με την οποία ενέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων. Αμέσως κινήθηκε η διαδικασία και σε λίγες ώρες, χαράματα της Κυριακής, μέρα που δεν εκτελουσαν ούτε οι Γερμανοί, οι τέσσερις αγωνιστές οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Κυβέρνηση Πλαστήρα
Σ' όλα αυτά η κυβέρνηση Πλαστήρα δεν μπορούσε να έχει άγνοια. Συνεπώς όταν ο βασιλιάς ενέκρινε τις θανατικές καταδίκες των τεσσάρων, η κυβέρνηση Πλαστήρα έσπευσε να πραγματοποιήσει τις εκτελέσεις. Σε όλο τον κόσμο, σε Δύση και Ανατολή, το προηγούμενο διάστημα εκατομμύρια επώνυμοι και ανώνυμοι, με τηλεγραφήματα, με δηλώσεις, με συνεντεύξεις στις εφημερίδες και στα ραδιόφωνα, ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση, να μην προχωρήσει στις εκτελέσεις. Τελικά το έγκλημα διεπράχθη. Έτσι θέλησαν οι Αμερικανοί , το Παλάτι και η εγχώρια αντίδραση. Για την ιστορική αλήθεια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μέλη της Κυβέρνησης Πλαστήρα αντέδρασαν στη εκτέλεση, αλλά τελικά μόνο ο υφυπουργός Τύπου κ. Ιωσήφ, παραιτήθηκε από τη θέση του, όπως είχε υποσχεθεί ότι θα πράξει, σε περίπτωση εκτέλεσης του Μπελογιάννη, στη τραγική μητέρα του Βασιλική Μπελογιάννη.
Μήνυμα της μάνας του Μπελογιάννη
«Άνθρωποι σ΄ολη τη γη, η ματωμένη καρδιά μας μάνας , που οι δήμιοι ιμπεριαλιστές δολοφόνησαν άτιμα και άνανδρα το μονάκριβο παιδί της, θέλει να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, σε εσάς, που απλώσατε τα τίμια χέρια σας για να σώσετε το παιδί μου από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ας γίνει το αίμα του παιδιού μου σημαία της ειρήνης και της ευτυχίας των λαών σας και του λάου μας.Γι’ αυτά έζησε και μαρτύρησε. Για τα ιδανικά της ειρήνης πάλεψε και πρόσφερε ολοκαύτωμα τη ζωή του. Είθε το αίμα του, που πότισε τούτη τη σκλαβωμένη γη, να θρέψει μόνο λουλούδια της ειρήνης. Και το χαμόγελο του να γίνει δώρο στα παλικάρια όλου του κόσμου να μην κλάψουν πια άλλες μητέρες στη γη.
Η σπαραγμένη από το πόνο μα περήφανη για το γιο της μάνα
Βασιλική Μπελογιάννη»
Ο ποιητής του Λαού, Κώστας Βάρναλης, συγκλονισμένος από την εκτέλεση του Ν.Μπελογιάννη και των συντρόφων του, έγραψε το ποίημα "Στους Μπελογιάννηδες".
..............
Στους Μπελογιάννηδες
Χαραυγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παλικάρι,
λες κι ήταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.
Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου,
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα,
η προδοσιά χορεύοντας σε φτυούσε.
Με χέρι’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μαύρο Νόμο,
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι,
οι αρματολόγοι το χεροδεμένο,
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες,
οι τρίδουλοι το λεύτερο κι η λάσπη
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!
Δεν έχεις τάφο, αλλ’ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λευτεριάς, ολόρθον
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μαύροι το μαυρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τ’ αηδόνια,
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.
Μην κλαίτε, μάνες μαυρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ’ναι, θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αυτός αναστημένος.