του Νίκου Καραβέλου
ΤΑ ΤΙΡΛΙΚΙΑ ΤΗΣ
Έπιασαν την γιαγιούλα, από τον Πόντο
γιατί πουλούσε,λέει, τα τιρλίκια της
τα καλτσάκια δηλαδή
που φορούσαν στο σπίτι τους κάποτε
να μην κρυώνουν.
Τιρλίκια έπλεκε κι η μάνα μου
για μένα και τον πατέρα μου, ..κάποτε..!
Τα χρόνια περνούσαν, ο πατέρας ξεκίνησε κι έφυγε
η μάνα γερνούσε.
Ταξίδευε πλέον ανάμεσα στα έπιπλά.
Κι όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου
σηκώθηκε κι έπλεξε
τα τιρλίκια τους.
" Άργησες, γιέ μου"! μου είπε κάποτε.
Δεν μπορώ να μακρύνω τα χρόνια
και τα τιρλίκια τους".
Κάποτε έτρεξε πέρα στον πατέρα μου
κι ας έλεγε, η πονηρούλα μου
πως την πονούσαν τα γόνατα.
Τώρα , με τόσα τιρλίκια απ τα χεράκια της
και νιώθω ξυπόλυτος.
Με τόσα κουβάρια μαλλί που ξοδεύτηκε
και παγώνω!
Έπιασαν λοιπόν την γιαγιούλα από τον Πόντο
γιατί δεν είχε την σύνταξη
έστω μικρή σαν της μάνας μου.
Γιατί δεν άντεξε και πήρε τους δρόμους
πλέκοντας και ξεπλέκοντας
και πουλώντας παράνομα
τα λίγα χρόνια της.
Την έπιασαν αμέσως οι μπάσταρδοι.
Ένας απίθανος και τρομαγμένος εισαγγελέας
παιδί φτωχού
έδωσε αμέσως , κατά τον Νόμο, την εντολή
στους πειναλέους ανθρωποφύλακες
να την κρατήσουν εκεί, να μη φύγει
και να της πάρουν αποτυπώματα
να της ξηλώσουν αλύπητα τα τιρλίκια της.