ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ (Αλέκος Αρδαβάνης, «Ανασυνειδησία»)* του Νίκου Ι. Καραβέλου

Αρθρογραφία 06 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Ι. Καραβέλος

Δικηγόρος-Συγγραφέας

[email protected]

 Ήρθαμε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε για την ποίηση του Αλέκου Αρδαβάνη.

Όταν λέω Ποίηση δεν εννοώ τον εν στενή εννοία ποιητικό λόγο αλλά τη δημιουργία, την αισθητική λειτουργία μέσα από την ποιητική πράξη. Γιατί τα κομμάτια στο βιβλίο του Αρδαβάνη με τίτλο «Ανασυνειδησία» είναι αυτό ακριβώς: σπαράγματα!

Κομμάτια ζωής, από την παιδική του ηλικία μέχρι την ηλικία του μεσήλικου, όπως το διατυπώνει στα σημειώματά του.

Μεγαλώσαμε μαζί, εγώ θα τον έλεγα νέο, αυτός μου τα χαλάει με το μεσήλικος και το χειρότερο παρασέρνει και μενα!

Αυτά που βρέθηκαν μέσα στο παρόν βιβλίο δεν είναι παρά κομμάτια μιας γενικότερης αφήγησης, που απλώς περνάει χωρίς ν’ αφήσει αποτυπώματα. Μόνο όσα προλαβαίνει κανείς ν’ αρπάξει από τον λαιμό μπορεί να καθυποτάξει στις σελίδες ενός βιβλίου. Τα υπόλοιπα γράφονται στο μυαλό και στην καρδιά μας, στις διηγήσεις και τις αφηγήσεις μας, στη σιωπή μας, που όσο περνά ο καιρός γίνεται βαθύτερη!

Μιλάμε για την ουσία της ποίησης του Αλέκου Αρδαβάνη. Όπως γίνεται όμως για κάθε δημιουργό, συζητάμε για την ουσία της ζωής. Για τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα που γεννάνε μέσα μας την ουσία της Ποίησης. Γι’ αυτά που ζωντανεύουν και ξαναζωντανεύουν, για να μας αφηγηθούν ότι η Ποίηση δεν είναι μια ωραία κοιμωμένη που αφορά λίγους τρελούς, ιδιόρρυθμους ή βολεμένους, αλλά είναι, όπως το λέει ο Πάμπλο Νερούδα: «Μια πράξη περαστική και επίσημη, όπου μπαίνουν ζευγαρωτά και μετρημένα η μοναξιά και η αλληλεγγύη, το αίσθημα και η δράση, η εσωτερικότητα και η αποκάλυψη της Φύσης».

Κι ακόμα ότι κάθε τι, ο άνθρωπος και η σκιά του, ο άνθρωπος και η κίνησή του, ο άνθρωπος και η ποίηση του, είναι στηριγμένο σε μια κοινότητα, κάθε φορά και πιο εκτεταμένη, σε μιαν άσκηση που θα συγκροτήσει για πάντα μέσα μας την πραγματικότητα και τα όνειρα. Γιατί από τη ζωή βγαίνει το δίδαγμα ότι ο ποιητής πρέπει να μάθει από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Κι ότι δεν υπάρχει μοναξιά απόρθητη. Κι ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ίδιο σημείο: στην ανακοίνωση αυτού που είμαστε.

Η ποίηση του Αλέκου Αρδαβάνη είναι φαινομενικά πεζή και ενίοτε σου δίνει την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται. Στην πραγματικότητα, όμως, εάν προσέξεις τίποτε δεν είναι ίδιο. Σε όλα όμως κραυγάζει η μοναξιά και η σιωπή, η μοναξιά και ο λόγος, η μοναξιά και η πίκρα, η μοναξιά και η χαρά, ιδιαίτερα στον Αλέκο πάντα σύντομη! Είναι όμως μια μοναξιά που διασχίζεται.

Είναι ανάγκη να διασχίσεις τη μοναξιά και την τραχύτητα, την ανεπικοινωνία και τη σιωπή, για να φτάσεις στο μαγικό μέρος όπου μπορούμε να χορέψουμε αδέξια ή να τραγουδήσουμε με μελαγχολία. Αυτόν τον χορό, το τραγούδι της συνείδησης: της συνείδησης να είσαι άνθρωπος και να πιστεύεις στην κοινή μοίρα.

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη έκταση από εκείνη που αιμορραγεί» λέει ο Πάμπλο Νερούδα. Ως έκταση νοείται ο τόπος καταγωγής, το λίκνο των παιδικών χρόνων, η ωριμότητα, τα γηρατειά μας, τα μνήματα των γονιών μας, τα σχολεία των παιδιών μας. Ο αέναος κύκλος που καταλήγει στη σιωπή και πάλι στον λόγο.

Ποιο είναι το είδος της ποίησης που υπηρετεί ο Αλέκος Αρδαβάνης; Εγώ δεν ξέρω ν’ απαντήσω, ούτε το επιχειρώ ποτέ, γιατί καθένας εν’ ενεργεία γραφιάς δυσκολεύεται να δώσει τον ορισμό της Ποίησης. Το ίδιο δύσκολο για κάποιον εν ενεργεία εραστή να δώσει τον ορισμό του Έρωτα. Οι ορισμοί είναι μάλλον προνόμιο των απομάχων. Εγκαταλείποντας την πρώτη γραμμή του πυρός, έχεις τον χρόνο να παραστήσεις τον σοφό!

Εγώ νομίζω πως κανένας δεν μπορεί να κρίνει κανέναν. Μόνο ο χρόνος νομιμοποιείται να κρίνει την τέχνη.

Κάθε μορφή τέχνης, πολύ περισσότερο η Ποίηση, όπως και η Φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου, άρα μελέτη ζωής. Μπορεί ένας θνητός να ορίσει; Τολμώ να απαντήσω ευθέως: Όχι! Για τούτο ο Σωκράτης και οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν πως οι θνητοί δεν μπορεί να είναι σοφοί παρά μόνο φίλοι της σοφίας, άρα φιλόσοφοι.

Η Ποίηση είναι, επίσης, μελέτη του έρωτα, αισθητική των μεγάλων εννοιών που δεν θα κατανοηθούν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ιδεαλιστών και υλιστών, επιστημόνων και φιλοσόφων.

Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να πω τα εξής: Θα ήταν δύσκολο να παραστήσω τον κριτικό του έργου του Αλέκου για έναν ακόμα λόγο, γιατί διάκειμαι υποκειμενικά απέναντί του.

Έχουμε γεννηθεί μαζί, ξαδέρφια αλλά στην ουσία αδελφοί, έχουμε μεγαλώσει μαζί, έχουμε παίξει μαζί, έχουμε πειραχτεί, έχουμε στα πρώτα μας χρόνια λίγες φορές πλακωθεί στο ξύλο.

Στο βάθος συμφωνούμε μα στην επιφάνεια πολλές φορές έχουμε διαφωνήσει πχ ο Αλέκος όπως λέει στο βιβλίο του ήταν πάντα Ολυμπιακός ενώ εγώ Παναθηναϊκός. Εγώ φλερτάροντας στα πρώτα μου χρόνια με το ΚΚΕ, το οποίο ποτέ δεν παντρεύτηκα, εκείνος με το ΚΚΕ Εσωτερικού.

Όπως βλέπετε οι διαφωνίες μας υπήρξαν πάντοτε σοβαρές και κεφαλαιώδεις!

Σ’ ένα κομμάτι, στη σελ. 22 του βιβλίου με τον τίτλο: «Από την παιδική αμεριμνησία στην υπερήλικη σιωπή» καταλαμβάνεται με τρόπο αναπάντεχα συνοπτικό όλη η κοινή μας βίωση.

Αναφέρει μέσα την αγωνία του όταν με παρέσυρε να περάσουμε έναν μεγάλο αγωγό ομβρίων υδάτων πίσω από το σχολείο μας. Πράγματι, ο κίνδυνος ήταν σοβαρός γιατί ο αγωγός ήταν κατασκότεινος, γεμάτος ψόφια ζώα, ίσως και φίδια και χωρίς πολύ οξυγόνο. Έλα όμως που έπρεπε να αναπαραστήσουμε τη στιγμή που ο Γιάννης Αγιάννης κατεβαίνει στους υπονόμους του Παρισιού κυνηγημένος από τον Ιαβέρη.

Δεν ανέφερε όμως κάτι ακόμα, ότι με παρέσυρε κι ανεβήκαμε στα Γεράνεια πάνω από το Λουτράκι και χαθήκαμε τη νύχτα και μας έψαχνε η μάνα μου και στο τέλος μας κατέβασαν με μαλώματα οι αστυνομικοί του Λουτρακίου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αλέκου είναι ότι δεν κρύβει τίποτα. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι όταν του λέτε κάτι υπάρχει ο κίνδυνος να το μετατρέψει σε ποίημα. Εδώ έφτασε στο σημείο στο ίδιο κείμενο να αποτυπώσει ποιητικά και υπέροχα ακόμα και τις χυλόπιτες που τρώγαμε!

Γράφει: «…και να βολτάρει μαγεμένος αυτοδίδακτος οδηγός, να στήνεται σε κοντινές γωνίες, με τον ξαδερφό του, ματαίως περιμένοντας άνηβα κορίτσια». Διορθώνω μόνο δύο σημεία: όχι πάντα άνηβα κορίτσια και όχι πάντα ματαίως. Αλλά βέβαια ο Αλέκος είναι σεμνός.

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσω και κάτι άλλο. Για μενα ο Αρδαβάνης είναι Αλέκος και όχι Αλέξανδρος και θα σας πω γιατί. Η λέξη Αλέκος έχει χαραχτεί στην ψυχή και στη συνείδησή μου. Όταν πηγαίναμε κάπου με την οικογένειά μου η μάνα μου έλεγε: «να πάρουμε και τον Αλέκο». Κι όταν εκείνοι πήγαιναν η δική του έλεγε: «θα πάρουμε και τον Νίκο». Έτσι γίναμε αδέλφια, ως Αλέκος και Νίκος, κι όχι ως Αλέξανδρος και Νικόλαος.

Ο δεύτερος λόγος είναι πιο φιλολογικός. Αλέξανδρος σημαίνει αυτός που προστατεύει ή υπερασπίζεται τους άνδρες του- τους στρατιώτες του. Προέρχεται από το ρήμα αλέξω που σημαίνει υπερασπίζομαι, εξ ου αλεξικέραυνο, αλεξίπτωτο κλπ. Το θέμα είναι αλεκ- απ’ όπου προέρχεται και το Αλέκος, άρα το Αλέκος είναι πιο γενικό από το Αλέξανδρος, αφού προστατεύει όχι μόνο τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες. Και δεν άκουσα ποτέ καμιά γυναίκα να έχει σχετικό παράπονο.

Τώρα, λοιπόν, θέλω να σας πω τις σκέψεις που γεννήθηκαν στο μυαλό μου διαβάζοντας το βιβλίο του Αλέκου Αρδαβάνη.

-Ότι η Ποίηση είναι τραγούδι. Λέξεις που ανάμεσά τους υπάρχει σπινθήρας, λέξεις θηλυκές και αρσενικές. Δεν υπάρχουν ουδέτερα στην Ποίηση. Λέξεις που τραγουδούν όταν σωριάζονται σε ερείπια, όταν βιώνουν τον πόνο, την απώλεια, την ξενιτιά, την ανημπόρια, τα γηρατειά, το ανεκπλήρωτο.

Στα 1979 ο ομιλών είχε εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Οι Μυγδαλιές του Χειμώνα» και είχε συμπεριλάβει ένα ποίημα για τον θάνατο του πατέρα του. Δέκα χρόνια μετά, Αύγουστος του 1989, ο Αλέκος Αρδαβάνης που έχασε και εκείνος τότε τον πατέρα του, του είπε: «Τώρα ένιωσα το ποίημα».

-Ότι όπως κάθε μορφή τέχνης είναι κι αυτή δημιούργημα της ανθρώπινης συλλογικότητας. Της πράξης και των συναισθημάτων μέσα στον χωροχρόνο. Χωρίς αυτά, χωρίς τον ανθρώπινο πόνο, δεν υπάρχει ποίηση. Κάθε τι οργανικό ή ανόργανο, με τον λόγο παίρνει ζωή συμμετέχοντας στον ατέλειωτο κύκλο φθοράς και γέννησης. Τίποτα το μαγικό ή θεϊκό, τίποτα το ακατανόητο. Ο ποιητής δεν κάνει τίποτα περισσότερο από αυτόν που δουλεύει την πέτρα. Όπως ο πετράς βάζει τους λίθους προσεκτικά, αλλά και όμορφα, το ίδιο κάνει και ο ποιητής με τις λέξεις του. Και όπως το γερό και το όμορφο σπίτι στεγάζει τις ανθρώπινες ανάγκες, έτσι και το ποίημα στεγάζει γερά και όμορφα τη σκέψη και τα συναισθήματα. Γι’ αυτό η τέχνη ήταν και είναι κοινωνική, άρα κοινωνική αξία και όχι παράδοξη ενασχόληση αυτάρεσκων διανοητών.

Γι’ αυτό τα αυταρχικά καθεστώτα κυνηγούν ή (το ισοδύναμο) αγνοούν τους ποιητές. Γι’ αυτό η ποίηση «διδάσκεται» στα σχολεία με άθλιο τρόπο. Γι’ αυτό βασανίζουν τα παιδιά αντί να τα κάνουν να την αγαπήσουν ως δημιούργημα παγκοσμίως λαϊκό, ως καταφυγή στον πόνο, στον έρωτα, στον θάνατο.

-Ότι η Ποίηση είναι περίπου ένας κόσμος αυθαίρετος κι απόλυτα πραγματικός, όπως η Θεωρία της Σχετικότητας, η Θεωρία των Υπερχορδών, η Θεωρία του Μπιγκ Μπανγκ (Big Βang).

-Ότι μόνο ερωτήματα υπάρχουν. Οι απαντήσεις, δυστυχώς, έχουν πάντα θρησκευτικό χαρακτήρα είτε επιστημονικές είτε αισθητικές. Ερωτήσεις αναπάντητες στον αιώνα, που αναπαράγουν ερωτήσεις κι έτσι πηγαίνουμε.

-Ότι οι ατέλειες και οι ψευδαισθήσεις που τις ονομάζουμε επιστήμες ή θρησκείες και η ανάγκη να ακουμπήσουμε κάπου, γεννούν τις απαντήσεις που ανατρέπονται για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες, το ίδιο αυθαίρετες, το ίδιο ωραίες με τις προηγούμενες.

-Ότι η Ποίηση είναι η Θεωρία των Αντιθέτων, του ζεστού και του κρύου, της χαρμολύπης, της θανατοζωής. Κι ο Έρωτας που είναι ποίηση, σε αφήνει να αναρωτιέσαι αιώνια αν αγάπησες κι αν αγαπήθηκες.

-Ότι η Ποίηση είναι κάτι που χωρίς αυτό θα πεθαίναμε σαν τους σκύλους. Εκτός κι αν οι σκύλοι έχουν κι αυτοί ποίηση. Αν έχουν, είναι βέβαιο πως θα είναι καλύτερη από τα κρύα και νεκρά κείμενα που συνήθως εμείς ονομάζουμε ποίηση. Μουσικότερη από τα άνοστα κείμενα που συνήθως βραβεύουν οι παρέες των «ειδικών» λογοτεχνίας.

-Ότι η Ποίηση εν τέλει είναι πράγμα επικίνδυνο. Αυτός που γράφει κινδυνεύει να πάθει ό,τι έπαθε ο ποιητής Ασημάκης Πανσέληνος όταν νέος στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη κλήθηκε από τον διοικητή χωροφυλακής για συστάσεις.

Του είπε εκείνος:

«Βρε παιδί μου έχεις φάκελο που λέει ότι είσαι φοιτητής… πάει στο διάολο. Λέει επίσης ότι είσαι κομμουνιστής… πάει στο διάολο κι αυτό, μια ιδέα είναι, κάποιοι μάλιστα λένε πως κι ο Χριστός ήταν. Το χειρότερο όμως είναι πως γράφει ότι είσαι λογοτέχνης… Εσύ, παιδί ενός σοβαρού εμπόρου να κάθεσαι να φτιάχνεις λογοτεχνίσματα… Κοίταξε ν’ αλλάξεις, να φύγεις από τον κακό δρόμο». (Έλλη Αλεξίου «Υπό εχεμύθειαν»)

Μάλλον εκείνος ο χωροφύλακας είχε δίκιο. Το να είσαι λογοτέχνης μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο από το να είσαι κομμουνιστής.

Σήμερα, λοιπόν, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά είναι αναγκαίο να σταλάξει μέσα μας ο βαθύς αισθητικός ανθρωπισμός που ξέχειλος μας προσφέρεται μέσα από το βιβλίο του αγαπημένου μου εξ αίματος συμπορευτή.


*Απόσπασμα από την Παρουσίαση του βιβλίου "Ανασυνειδησία", του Αλέκου Αρδαβάνη, στη Στοά του Βιβλίου, στις 26 Νοεμβρίου 2018 

Προβλήθηκε 1137 φορές