Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Από καιρό ήταν γνωστό ότι η νικοτίνη, η χημική ουσία που ευθύνεται για την ανθρώπινη εξάρτηση από τον καπνό, επιδρά ποικιλοτρόπως στη λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Η είσοδός της στο συνήθως απόρθητο «κάστρο του νου», δηλαδή στο εσωτερικό του εγκεφάλου μας, διασφαλίζεται από τους λεγόμενους «υποδοχείς νικοτίνης».
Αυτά τα μόρια υπάρχουν στην εξωτερική μεμβράνη των κυττάρων μας επειδή αποτελούν τις θύρες εισόδου για διάφορες απαραίτητες ουσίες. Ετσι, δυστυχώς, λειτουργούν σαν δούρειος ίππος και για την είσοδο της σατανικής νικοτίνης.
Μόλις αυτοί οι υποδοχείς συλλάβουν τη νικοτίνη πυροδοτούν στον εγκέφαλο μια σειρά από ενδιαφέρουσες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, την απελευθέρωση κάποιων νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη η οποία παίζει αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία των αισθημάτων ηδονής και ικανοποίησης.
Η γένεση λοιπόν των αισθημάτων ικανοποίησης από το σεξ, από την τροφή και, δυστυχώς, από το κάπνισμα εμπλέκει ένα πολύπλοκο νευρολογικό κύκλωμα το οποίο ενεργοποιείται από την ντοπαμίνη, τον νευροδιαβιβαστή που πυροδοτεί τα αισθήματα ηδονής που βιώνουμε.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί σε ορισμένα άτομα αρέσει τόσο πολύ το κάπνισμα και αποκτούν -κυριολεκτικά- βιολογική και όχι μόνο ψυχολογική εξάρτηση από αυτό, αλλά και γιατί τους είναι τόσο πολύ δύσκολο να κόψουν το κάπνισμα.
Παρ' όλα αυτά, αρκετά ηρωικά άτομα το πετυχαίνουν! Καταβάλλοντας, όπως μας αποκαλύπτει μια πρόσφατη αλλά σημαντική ελληνική έρευνα, ένα υψηλό ψυχολογικό και σωματικό τίμημα.
Κάθε καπνιστής γνωρίζει καλά τον μεγάλο εκνευρισμό και τη δυσφορία που βιώνει όταν επιχειρεί να κόψει ή, έστω, να περιορίσει το κάπνισμα. Πάντως, αν διαθέτει αρκετά ισχυρή βούληση -και την κατάλληλη υποστήριξη- συνήθως τα καταφέρνει.
Ωστόσο, παράλληλα με τη δικαιολογημένη υπερηφάνεια για τον προσωπικό του άθλο, διαπιστώνει ότι τρώει ανεξέλεγκτα και παίρνει κιλά τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Πώς η νικοτίνη ελέγχει το βάρος;
Ολες οι πληθυσμικές μελέτες δείχνουν ότι τα πιο παχύσαρκα και υπέρβαρα άτομα είναι συνήθως οι μη καπνιστές παρά οι καπνιστές. Μάλιστα, αρκετοί έφηβοι τρομοκρατημένοι από την ιδέα του πάχους αρχίζουν το κάπνισμα για να ελέγξουν το βάρος τους.
Πράγματι, οι καπνιστές είναι λιγότερο πιθανό να είναι παχύσαρκοι σε σχέση με τους μη καπνιστές, ενώ όποτε καταφέρνουν να το κόψουν, μπορεί να πάρουν πάνω από δέκα κιλά μέσα σε μια πενταετία.
Ισως τελικά δεν είναι ένα κοινωνικό μύθευμα, αλλά ένα επιστημονικά επιβεβαιωμένο γεγονός: το κάπνισμα φαίνεται πως επηρεάζει όντως τον μεταβολισμό, τις διατροφικές ανάγκες και άρα το σωματικό βάρος των καπνιστών!
Αυτό το συμπέρασμα προέκυψε από μια πρόσφατη ενδιαφέρουσα έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και μόλις ανακοινώθηκε επίσημα στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας που φέτος έγινε στο Λονδίνο, στις 3-7 Σεπτεμβρίου.
Αυτή η ελληνική έρευνα προέκυψε από τη συνεργασία της επίκουρης καθηγήτριας Πνευμονολογίας Παρασκευής Κατσαούνου της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και της δρος. Κωνσταντίνας Ζαχαρή του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και αφορούσε τη μελέτη ενός σχετικά μικρού δείγματος από 14 υγιείς άνδρες.
Οι δύο Ελληνίδες ερευνήτριες ήθελαν να εξακριβώσουν, μέσω της συγκριτικής ανάλυσης δειγμάτων αίματος από καπνιστές και μη, το πόσο αλλά και το πώς επηρεάζει η νικοτίνη τις ορμόνες που σχετίζονται με την όρεξη.
Στην πρώτη φάση του πειράματος, οι εθελοντές μπορούσαν να τρώνε όσο ήθελαν από έναν πλούσιο μπουφέ, αλλά δεν έπρεπε να καπνίσουν καθόλου για μία ημέρα.
Στη δεύτερη φάση, αντίθετα, μπορούσαν να καπνίσουν ενώ έτρωγαν από τον ίδιο μπουφέ.
Το απρόσμενο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το κάπνισμα όχι μόνο επηρεάζει την όρεξή μας για τροφή αλλά και τους μεταβολικούς ρυθμούς των καπνιστών, δηλαδή την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων.
Οι καπνιστές εθελοντές παρουσίαζαν σαφή μείωση του αριθμού των θερμίδων που έπαιρναν με την τροφή: 152 λιγότερες θερμίδες την ημέρα απ’ ό,τι οι μη καπνιστές!
Αυτό το αυστηρά καταμετρημένο αποτέλεσμα μας εντυπωσιάζει επειδή, παραδόξως, μέχρι σήμερα ελάχιστες έρευνες είχαν μελετήσει το πώς το κάπνισμα επηρεάζει τις διατροφικές συνήθειες και τον έλεγχο του σωματικού βάρους των καπνιστών.
Αν οι εθελοντές είχαν καπνίσει ένα-δύο τσιγάρα πριν πλησιάσουν στον μπουφέ με τα εδέσματα, τότε έτρωγαν λιγότερο και η πρόσληψη του οργανισμού τους σε θερμίδες μειωνόταν κατά 152.
Πώς εξηγείται αυτό; Από βιοχημική άποψη, η παρουσία της νικοτίνης στον οργανισμό ρυθμίζει πιθανότατα τη συγκέντρωση της «γκρελίνης», γνωστής και ως «ορμόνης της όρεξης».
Πρόκειται για ένα πεπτίδιο που εκκρίνεται από τα γκρελινεργικά κύτταρα στο στομάχι και επιδρά στον υποθάλαμο του εγκεφάλου.
Αν η γκρελίνη λειτουργεί ως νευροπεπτίδιο που ρυθμίζει την ανάγκη μας ή όχι για άμεση κατανάλωση τροφής και η συγκέντρωσή της ρυθμίζεται, με τη σειρά της, από την παρουσία ή όχι της νικοτίνης.
Τότε το κάπνισμα, δηλαδή η νικοτίνη, μπορεί να ελέγχει εμμέσως το σωματικό βάρος του καπνιστή, επηρεάζοντας τη διάθεσή του για τροφή.
www.efsyn.gr