Σε ισόβια κάθειρξη για την κατηγορία της από κοινού ανθρωποκτονίας του Μένη Κουμανταρέα και σε άλλα τέσσερα χρόνια για την κατηγορία της απόπειρας ληστείας καταδίκασε το Σάββατο το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας τους δύο δράστες της άγριας δολοφονίας του συγγραφέα, που βρέθηκε νεκρός, με το πρόσωπο γεμάτο μώλωπες και με ρήξη σπλήνας και νεφρού, στο κρεββάτι του στο διαμέρισμά τους στην Κυψέλη στις 5 Δεκεμβρίου 2014.
Η πρόταση του εισαγγελέα έγινε δεκτή με παροξυσμό ομοφοβίας από τον Αλέξη Κούγια, συνήγορο του Στεφάν Μ., σε μια εμφανή αλλαγή πλεύσης της υπερασπιστικής γραμμής την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε, ο δράστης αρνούταν πεισματικά πως είχε ερωτική σχέση με το θύμα, ενώ, ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς ομοφοβικές κορώνες του κυρίου Κούγια, ποτέ και από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε στο δικαστήριο πως κίνητρο των δραστών ήταν η ληστεία του συγγραφέα, που είχε πρόσφατα πουλήσει ένα οικογενειακό σπίτι στην Κηφισιά.
Λίγο πριν αποφασίσει το δικαστήριο για την ποινή των κατηγορουμένων, ο κ. Κούγιας όχι μόνο προσπάθησε να αντιστρέψει πλήρως τους ρόλους θύτη και θύματος, αλλά και εξέφρασε ακραίες και μη ανεκτές στο νομικό πολιτισμό μας απόψεις υπέρ της αυτοδικίας. «Η πράξη του κατηγορούμενου μπορεί να έσωσε πολλά παιδιά, αυτή είναι η πραγματικότητα. Εμένα αν μου τό 'χε κάνει ο αείμνηστος, θα του είχα κόψει και τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια», είπε, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για το αν τέτοιες απόψεις, που νομιμοποιούν την αυτοδικία και προτρέπουν σε εγκληματικές πράξεις, μπορούν να ακούγονται ατιμώρητα σε ελληνικό δικαστήριο ή να εκφέρονται από μέλος των δικηγορικών συλλόγων της χώρας μας.
Άλλωστε, όπως έχει γράψει η «Εφ.Συν.», την προηγουμένη είχε δικαιολογήσει την εντελώς παράνομη και εκτός του νομικού μας πολιτισμού πρακτική των αστυνομικών βασανιστηρίων, λέγοντας ότι ο ίδιος είναι γιος χωροφύλακα στον Εμφύλιο, ενώ είχε μιλήσει για «μόδα της αθεΐας», λέγοντας πως περιμένει με αγωνία να δει τι όρκο θα δώσει κάθε κατηγορούμενος, πολιτικό ή θρησκευτικό.
Ο κ. Κούγιας συνέχισε και την τελευταία ημέρα ανενόχλητος να ασχημονεί κατά του νεκρού συγγραφέα και των συγγραφέων που βρίσκονταν στο ακροατήριο, κάνοντας λόγο για διεστραμμένο άνθρωπο, για «γοητευτικό κύκλο ανθρώπων που μπορεί να σου εκτρέψει την προσωπικότητα και να σου διαστρεβλώσει τη ζωή χωρίς να το καταλάβεις», την ώρα που δήλωνε πως δεν έχει διαβάσει κανένα ελληνικό βιβλίο από το 1974.
Ζωγράφισε μάλιστα μια απολύτως εξιδανικευμένη εικόνα της Αθήνας της νεότητάς του, βγαλμένη μάλλον από ασπρόμαυρη ταινία του κλασσικού ελληνικού κινηματογράφου χωρίς μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, μια Αθήνα «όπου δεν υπήρχε το κοινωνικό περιβάλλον της πλατείας Κολιάτσου, της Κουμουνδούρου, του Βοτανικού, του Γκαζιού» - προφανώς δεν είχε ακόμα έρθει στην Ελλάδα η ξενόφερτη μόδα των αντρικών ερωτικών επαφών ή του αγοραίου έρωτα.
Κατά τα άλλα, λύθηκε την τελευταία μέρα της δίκης και η παρεξήγηση με τον πατέρα της κ. προέδρου. Δυο και τρεις φορές σε κάθε συνεδρίαση αναφερόταν ο κ. Κούγιας στον δικαστή πατέρα της, που «έβγαζε μόνο ορθές αποφάσεις», που τον έκανε σοφότερο, που υπήρξε δάσκαλος για εκείνον. «Δεν ήθελα να σας διακόψω τις άλλες φορές, πρόκειται για συνεπωνυμία, ο πατέρας μου είχε άλλο όνομα. Ήταν όμως εξίσου έντιμη και η δική μου οικογένεια", ξεκαθάρισε η πρόεδρος.
Απόλυτη ικανοποίηση για την απόφαση εκφράζουν τόσο η οικογένεια του Μένη Κουμανταρέα, όσο και η οικογένεια της γυναίκας του, Λιλής Κουμανταρέα, στους οποίους δεν είχε επιτραπεί να παραστούν ως πολιτική αγωγή, σύμφωνα με νομολογία του Αρείου Πάγου.
«Όλον αυτόν τον καιρό, και για καθαρά νομικούς λόγους, στη δικαστική αίθουσα δεν ακούστηκε η φωνή του Μένη Κουμανταρέα. Η ελληνική δικαιοσύνη, όμως, με αξιοσημείωτη νηφαλιότητα, μίλησε για λογαριασμό του, καταδικάζοντας τους δολοφόνους του στις ποινές που αρμόζουν στην αποτρόπαια πράξη τους. Την ευχαριστούμε. Η προσπάθεια μέρους της υπεράσπισης να αμαυρώσει τη μνήμη ενός από τους μεγαλύτερος νεοέλληνες λογοτέχνες έπεσε στο κενό. Εάν διάβαζε περισσότερη λογοτεχνία, ίσως να έφτιαχνε πιο πειστικές ιστορίες. Οι τυμβωβρύχοι, αν και σύλησαν τον τάφο του Μένη Κουμανταρέα, δεν κατόρθωσαν ποτέ να βρουν τον "Θησαυρό του Χρόνου"», αναφέρει η Αγγελική Δημακοπούλου, δικηγόρος της οικογένειας Λιλής Κουμανταρέα.
«Η οικογένεια είναι απόλυτα ικανοποιημένη από την απόφαση. Το δικαστήριο, παρά τις αντίξοες συνθήκες στάθηκε στο ύψος του και αντιπαρήλθε την προσπάθεια σκύλευσης ενός νεκρού ανθρώπου και ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της γενιάς μας», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο Δημήτρης Βαλάσης, δικηγόρος της οικογένειας Μένη Κουμανταρέα.
Πηγή: Δημήτρης Αγγελίδης - Εφημερίδα των Συντακτών