Νίκος Ι. Καραβέλος
Δικηγόρος-Συγγραφέας
Καθένας εν' ενεργεία γραφιάς δυσκολεύεται να δώσει τον ορισμό της Ποίησης. Το ίδιο δύσκολο για κάποιον εν ενεργεία εραστή να δώσει τον ορισμό του Έρωτα. Οι ορισμοί είναι μάλλον προνόμιο των απομάχων. Εγκαταλείποντας την πρώτη γραμμή του πυρός, έχεις τον χρόνο να παραστήσεις τον σοφό.
Μόνο ο χρόνος νομιμοποιείται να κρίνει την τέχνη.
Ο γράφων δεν είναι κριτικός λογοτεχνίας, γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες τεχνικές γνώσεις, δεν φέρει τίτλο πανεπιστημιακού ούτε βαρύνεται με κάποιο βραβείο Λογοτεχνίας. Μόνο την προσωπική του συγκίνηση θα μπορούσε να εισφέρει, δυο αράδες για το πώς αντιλαμβάνεται αυτό το δύσκολο θηλυκό, την Ποίηση.
Για να δώσεις ορισμό μίας έννοιας πρέπει πρώτα να ξέρεις τα συστατικά της, αφού ορισμός είναι η νοητική διαδικασία με την οποία, κατά τρόπο πυκνό, μία άγνωστη έννοια ορίζεται με βάση άλλες γνωστές.
Η Ποίηση, όπως και η Φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου, άρα, μελέτη ζωής. Πώς μπορεί ένας θνητός να ορίσει; Για τούτο ο Σωκράτης και οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν πως οι θνητοί δεν μπορεί να είναι σοφοί παρά μόνο φίλοι της σοφίας, άρα φιλόσοφοι.
Η Ποίηση είναι μελέτη του έρωτα, αισθητική των μεγάλων εννοιών που δεν θα κατανοηθούν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ιδεαλιστών και υλιστών, επιστημόνων και φιλοσόφων.
Η Ποίηση είναι τραγούδι. Λέξεις που ανάμεσά τους υπάρχει σπινθήρας, λέξεις θηλυκές και αρσενικές. Δεν υπάρχουν ουδέτερα στην Ποίηση. Λέξεις που τραγουδούν όταν σωριάζονται σε ερείπια, όταν βιώνουν τον πόνο, την απώλεια, την ξενιτιά, την ανημπόρια, τα γηρατειά, το ανεκπλήρωτο.
Στα 1979 ο γράφων είχε εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Οι Μυγδαλιές του Χειμώνα» και είχε συμπεριλάβει ένα ποίημα για τον θάνατο του πατέρα του.
Δέκα χρόνια μετά, Αύγουστος του 1989, ο γιατρός και συγγραφέας Αλέξανδρος Αρδαβάνης που έχασε και εκείνος τότε τον πατέρα του, του είπε: «Τώρα ένιωσα το ποίημα».
Πρέπει να νιώθεις για να γράψεις, καθώς κατανοείς όταν πονάς. Γι' αυτό μας συγκινούν οι παλιότεροι που δυστυχώς τους ξεχάσαμε λες και δεν υπήρξαν ποτέ, ο Γρυπάρης, ο Πορφύρας, ο Μαλακάσης.
Η Ποίηση είναι περίπου ένας κόσμος αυθαίρετος κι απόλυτα πραγματικός, όπως η Θεωρία της Σχετικότητας, η Θεωρία των Υπερχορδών, η Θεωρία του Μπιγκ Μπανγκ (Big Βang).
Μόνο ερωτήματα υπάρχουν. Οι απαντήσεις, δυστυχώς, έχουν πάντα θρησκευτικό χαρακτήρα είτε επιστημονικές είτε αισθητικές. Ερωτήσεις αναπάντητες στον αιώνα, που αναπαράγουν ερωτήσεις κι έτσι πηγαίνουμε.
Οι ατέλειες και οι ψευδαισθήσεις που τις ονομάζουμε επιστήμες ή θρησκείες, η ανάγκη να ακουμπήσουμε κάπου, γεννούν τις απαντήσεις που ανατρέπονται για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες, το ίδιο αυθαίρετες, το ίδιο ωραίες με τις προηγούμενες.
Η Ποίηση είναι η Θεωρία των Αντιθέτων, του ζεστού και του κρύου, της χαρμολύπης, της θανατοζωής. Κι ο Έρωτας που είναι ποίηση σε αφήνει να αναρωτιέσαι αιώνια αν αγάπησες και αν αγαπήθηκες.
Η Ποίηση είναι κάτι που χωρίς αυτό θα πεθαίναμε σαν τους σκύλους. Εκτός κι αν οι σκύλοι έχουν κι αυτοί ποίηση. Αν έχουν, είναι βέβαιο πως θα είναι καλύτερη από τα κρύα και νεκρά κείμενα που συνήθως εμείς ονομάζουμε ποίηση. Μουσικότερη από τα άνοστα κείμενα που συνήθως βραβεύουν οι παρέες των «ειδικών» λογοτεχνίας.
Η Ποίηση εν τέλει είναι πράγμα επικίνδυνο. Αυτός που γράφει κινδυνεύει να πάθει ό,τι έπαθε ο ποιητής Ασημάκης Πανσέληνος όταν νέος στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη κλήθηκε από τον διοικητή χωροφυλακής για συστάσεις.
Του είπε εκείνος:
«Βρε παιδί μου έχεις φάκελο που λέει ότι είσαι φοιτητής... πάει στο διάολο. Λέει επίσης ότι είσαι κομμουνιστής... πάει στο διάολο κι αυτό, μια ιδέα είναι, κάποιοι μάλιστα λένε πως κι ο Χριστός ήταν. Το χειρότερο όμως είναι πως γράφει ότι είσαι λογοτέχνης...
Εσύ, παιδί ενός σοβαρού εμπόρου να κάθεσαι να φτιάχνεις λογοτεχνίσματα... Κοίταξε ν' αλλάξεις, να φύγεις από τον κακό δρόμο». (Έλλη Αλεξίου «Υπό εχεμύθειαν»)
Μάλλον εκείνος ο χωροφύλακας είχε δίκιο. Το να είσαι λογοτέχνης μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο από το να είσαι κομμουνιστής.